
.
Άρθρο
Η «συνθήκη του Ντιτρόιτ» ήταν μία πενταετής σύμβαση, στην οποία κατέληξαν μετά το «new deal» (Bretton Woods), το 1950, η συνδικαλιστική ένωση εργατών της αυτοκινητοβιομηχανίας στις Η.Π.Α., με τους τρεις μεγάλους κατασκευαστές αυτοκινήτων. Η συμφωνία αυτή προστάτευε τις αυτοκινητοβιομηχανίες από απεργίες, με αντάλλαγμα τη γενναιόδωρη ιατροφαρμακευτική κάλυψη, καθώς επίσης την παροχή συντάξεων στους εργάτες.
Εκείνη την εποχή εδραιώθηκαν στις Η.Π.Α. τα ισχυρά συνδικάτα, οι υψηλοί φόροι και ο ικανοποιητικός κατώτατος μισθός – σηματοδοτώντας τη χρυσή εποχή για τη μεσαία τάξη, κατά τη διάρκεια της οποίας συρρικνώθηκε το «χάσμα» ανάμεσα στο 1% των υπερβολικά πλουσίων και στους υπόλοιπους άλλους.
Η εξαιρετικά θετική αυτή εξέλιξη για τους Αμερικανούς εργαζομένους, καθώς επίσης η πολύ πιο «γενναιόδωρη» παραλλαγή της στην Ευρώπη έγινε κατά πολλούς εφικτή, κυρίως λόγω του «κόκκινου φόβου» – ειδικότερα, του κομμουνιστικού πολιτεύματος, το οποίο είχε επικρατήσει στη Σοβιετική Ένωση και στην Κίνα.
Στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1980, η «συνθήκη του Ντιτρόιτ» άρχισε να καταρρέει – σαν αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της M.Thatcher στη Βρετανία, καθώς επίσης του R.Reagan στις Η.Π.Α. Τη θέση της πήρε η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» – με τη μείωση των φόρων εισοδήματος από το 70% στο 28%, με το πάγωμα των πραγματικών αμοιβών των εργαζομένων, με την «καθαίρεση» του κοινωνικού κράτους, με τον ανώτατο φόρο υπεραξίας στο 20%, με την «απελευθέρωση» των αγορών μέσω ευρέων αποκρατικοποιήσεων, με τον «αποδεκατισμό» των συνδικάτων με τη μέθοδο χρηματισμού των ηγετών τους, με τη χειραγώγηση των μαζών από «διατεταγμένα» ΜΜΕ, με την έντεχνη διασπορά συναισθημάτων ενοχής στους Πολίτες κλπ.

Η «συναίνεση της Ουάσιγκτον» εξήχθη στον υπόλοιπο πλανήτη σταδιακά, υιοθετούμενη από πολλές χώρες είτε εκούσια, είτε ακούσια – με τη βοήθεια του ΔΝΤ, το οποίο έκτοτε είναι όργανο της εξωτερικής πολιτικής των Η.Π.Α. Στη αρχή εγκαθιδρύθηκαν ή χρησιμοποιήθηκαν δικτατορικά καθεστώτα, ενώ αργότερα φιλελεύθερα – σήμερα επιλέγονται πλέον τα «σοσιαλιστικά», επειδή έτσι εξουδετερώνονται σχεδόν εξ ολοκλήρου οι αντιδράσεις των Πολιτών.
Η διαδικασία αυτή εξελίχθηκε θετικότερα, μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού στο «σοβιετικό μπλοκ», καθώς επίσης μετά την υιοθέτηση της οικονομίας της αγοράς από την Κίνα – όπου ο καπιταλισμός αναδείχθηκε ως το μοναδικό σύστημα, το οποίο έχει επινοήσει ο άνθρωπος και λειτουργεί στην πράξη.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται ποιό είναι αυτό το ανώτατο εισοδηματικά 1% του πληθυσμού στις Η.Π.Α. το 2005 – κάτι ανάλογο παρατηρείται και στις άλλες βιομηχανικές χώρες.

Περαιτέρω, για να κατανοήσει κανείς το «χάσμα» μεταξύ της ελίτ αυτής και των υπολοίπων, αρκεί ίσως να αναφέρουμε ότι, το 2005 η συνολική περιουσία των δύο πλουσιότερων Αμερικανών, του B.Gates και του W.Buffet, ήταν 90,5 δις $ – όσο δηλαδή περίπου το μισό ΑΕΠ της Ελλάδας. Εκείνη την εποχή οι 120.000.000 Αμερικανοί πολίτες, οι οποίοι αποτελούσαν το 40% του πληθυσμού των Η.Π.Α., είχαν συνολικά περιουσιακά στοιχεία ίσα με 95 δις $ – ελάχιστα περισσότερα δηλαδή από τους δύο μόνο «εκπροσώπους» της ελίτ.
Περαιτέρω, οι αλλαγές αυτές επιταχύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό, όταν η τεχνολογική επανάσταση συνδυάσθηκε με την παγκοσμιοποίηση – όπου προηγήθηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές, καταφέρνοντας να γίνουν ανεξέλεγκτες, καθώς επίσης να αναλάβουν τα ηνία στον πλανήτη, θέτοντας στην υπηρεσία τους την Πολιτική.
Η συνεχής «επέκταση» των πολιτικών ελευθεριών, παράλληλα με την άμεση ή έμμεση μείωση των εισοδημάτων της πλειοψηφίας των Πολιτών, προς όφελος της ελίτ του 1%, ήταν το «δόλωμα». Ο στόχος φυσικά δεν ήταν η Δημοκρατία, αλλά η οικονομική επικράτηση της συγκεκριμένης ελίτ – η οποία έχει ουσιαστικά πατρίδα ολόκληρο τον πλανήτη.
Ειδικότερα, επιτρέποντας στη «μάζα» να διαμαρτύρεται «δημοκρατικά», δημόσια και σε υψηλούς τόνους, «εκτονώνονται» οι πιέσεις, «φεύγει ο ατμός από την κατσαρόλα» χωρίς να κινδυνεύει να εκραγεί, ενώ διευκολύνεται τα μέγιστα το «διαίρει και βασίλευε» – όπως επίσης η τοποθέτηση της μίας κοινωνικής ομάδας εναντίον της άλλης, έτσι ώστε να εκμηδενίζεται ο κίνδυνος της συλλογικής εξέγερσης των Πολιτών.
Η τεχνολογική εξέλιξη λοιπόν, σε συνδυασμό με την παγκοσμιοποίηση, επέτρεψαν στην ελίτ να ευημερήσει – παρέχοντας της παράλληλα εκείνα τα οικονομικά όπλα, με τα οποία θα επιχειρήσει αφενός μεν την κατάληψη ολόκληρου του πλανήτη, αφετέρου την εγκατάσταση απολυταρχικών κυβερνήσεων στη Δύση, παρόμοιων με αυτές που υπάρχουν ήδη σε πολλές άλλες χώρες (Κίνα, Σιγκαπούρη κλπ.).
Αυτή τη φορά, η συρρίκνωση των πολιτικών ελευθεριών, με τη βοήθεια του φόβου, της αύξησης της εγκληματικότητας, της ανασφάλειας των πολιτών, της ανάμιξης των πληθυσμών κλπ. θα αποτελέσει το μέσον, με το οποίο θα επιδιωχθεί ο ακόμη μεγαλύτερος πλουτισμός της ελίτ – εκτός εάν δημιουργηθεί ξανά ένα αντίπαλο δέος, όπως κάποτε ο κομμουνισμός, ικανό να λειτουργήσει ως «φράγμα» στη νέα τάξη πραγμάτων.
Η υιοθέτηση της άμεσης δημοκρατίας, όπου οι Πολίτες ψηφίζουν οι ίδιοι εκείνους τους νόμους, με τους οποίους λειτουργεί ολόκληρη η κοινωνία, μίας ουσιαστικά «αναρχικής» ιδεολογίας με τη σωστή της έννοια, θα μπορούσε να αποτελέσει τον «κυματοθραύστη» – ο οποίος θα εμπόδιζε τον «πνιγμό» των εκατομμυρίων φτωχών θυμάτων εκείνης της μορφής του νεοφιλελευθερισμού, η οποία λειτουργεί αποκλειστικά και μόνο προς όφελος της ελίτ.
Φυσικά υπάρχουν πολλές άλλες λύσεις του προβλήματος, εάν υποθέσουμε ότι δεν είναι ακόμη πολύ αργά για να αντιστραφεί η τάση – αρκεί να κατανοήσουν οι πολίτες ότι, η κρίση που βιώνουν σήμερα είναι το μέσον επιβολής της νέας τάξης πραγμάτων και όχι το αποτέλεσμα εσφαλμένων επιλογών ή/και λανθασμένων οικονομικών μεθόδων αντιμετώπισης της υπερχρέωσης.
.
Η παγκοσμιοποίηση
Οι βιομηχανικές χώρες έχουν κερδίσει πολύ περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση, σε σχέση με τις αναπτυσσόμενες και αναδυόμενες – ενώ, σύμφωνα με πολλές έρευνες, η «ψαλίδα» μεταξύ πλούσιων και φτωχών άνοιξε περισσότερο. Στις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξανόταν ετήσια περί τα 1.000 €, τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Η Γερμανία είναι η τέταρτη κατά σειρά, μεταξύ των χωρών που ωφελήθηκαν τα μέγιστα από την παγκοσμιοποίηση – πίσω από τη Φιλανδία, τη Δανία και την Ιαπωνία. Στα πλαίσια αυτά, μεταξύ των ετών 1990 και 2011 το πραγματικό ΑΕΠ της χώρας αυξανόταν κατά 100 δις € ετήσια – με την παγκοσμιοποίηση να συμβάλλει κατά 20% στην ανάπτυξη της.
Σε κράτη όμως όπως το Μεξικό, η Κίνα και η Ινδία, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ αυξανόταν μόλις κατά 100 € ετήσια – στη Βραζιλία και στη Ρωσία κατά 120 €. Για να μπορέσουν δεν οι αναπτυσσόμενες χώρες να καλύψουν τη διαφορά, θα έπρεπε οι βιομηχανικές να ανοίξουν τις αγορές τους στα προϊόντα που παράγουν.
Στο γράφημα που ακολουθεί φαίνεται η εξέλιξη του ποσοστού του ΑΕΠ, εξαιρουμένων των κεφαλαιακών κερδών, το οποίο οδηγείται στο ανώτατο 1% – συγκριτικά με το 1979.

Ολοκληρώνοντας, αυτό που συμβαίνει είναι ακριβώς το αντίθετο – οι βιομηχανικές χώρες εμποδίζουν το άνοιγμα των αγορών τους με διάφορους έμμεσους τρόπους, απαιτώντας από τις αναδυόμενες το πλήρες άνοιγμα των δικών τους αγορών.
Προφανώς με τις μεθοδεύσεις αυτές αναπτύσσονται πολύ περισσότερο οι βιομηχανικές, μεταξύ αυτών οι πλουσιότερες (για παράδειγμα, ο Βοράς στην ΕΕ εις βάρος του Νότου), ενώ μέσα σε αυτές η εκάστοτε ελίτ. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλά για τα μάτια.
Υστερόγραφο
Όπως φαίνεται δε, το ESM προορίζεται να αναλάβει το ρόλο του ΔΝΤ στην Ευρώπη, να το διαδεχθεί δηλαδή, υπό την απολυταρχική ηγεσία της πρωσικής Γερμανίας.
Όσον αφορά τώρα την «ασύδοτη δημοκρατία» των εκλεκτών ή, καλύτερα, τον κοινοβουλευτικό απολυταρχισμό, με την έννοια της υφαρπαγής της εξουσίας από έναν διεφθαρμένο κομματικό μηχανισμό, μέσω της υπεξαίρεσης της ψήφου των Πολιτών με τη βοήθεια προεκλογικών δεσμεύσεων που ποτέ δεν τηρούνται, θεωρούμε ότι η «συμβατική» δικτατορία είναι προτιμότερη – αφού, στην περίπτωση της δικτατορίας, γνωρίζει κανείς επακριβώς τον εχθρό του και ξέρει πως να αντιδράσει συλλογικά, εκδιώκοντας τον βίαια από την εξουσία.
Βασίλης Βιλιάρδος, για το Analyst.gr