
Σίγουρα εκείνη δεν θα εγκατέλειπε τους πιστούς της. Άλλοι επέστρεψαν στη μεγάλη μητρόπολη, ενθυμούμενοι μια παλιά προφητεία που έλεγε ότι, μολονότι οι άπιστοι μπορεί να έμπαιναν μέσα στην πόλη μέχρι το ιερό κτίριο, εκεί θα εμφανιζόταν ένας Άγγελος Κυρίου και θα τους απωθούσε με την αστραφτερή ρομφαία του μέχρι τον όλεθρό τους. Σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών ωρών πριν από την αυγή τα εκκλησιάσματα περίμεναν και προσεύχονταν.

Ήταν αναξιόπιστα στρατεύματα, εξαιρετικά κατά την πρώτη τους έφοδο, αλλά τα οποία αποθαρρύνονταν εύκολα εάν δεν πετύχαιναν αμέσως. Γνωρίζοντας αυτή την αδυναμία ο Μωάμεθ τοποθέτησε πίσω τους μια γραμμή από άνδρες της στρατιωτικής αστυνομίας, οπλισμένους με μαστίγια και ρόπαλα, που είχαν διαταγές να τους παρακινούν και να κτυπούν και να δέρνουν οποιονδήποτε έδειχνε σημάδια ταλάντευσης. Πίσω από τη στρατονομία ήταν οι γενίτσαροι του σουλτάνου. Εάν κανείς φοβισμένος άτακτος άνοιγε δρόμο μέσα από την αστυνομία, έπρεπε να τον πετσοκόψουν με τα γιαταγάνια τους.

Μερικοί Χριστιανοί ήλπισαν ότι αυτή ενδεχομένως ήταν μια μεμονωμένη νυκτερινή επίθεση, με σκοπό να δοκιμάσει τη δύναμή τους, και όλοι τους ήλπιζαν για μια στιγμή ανάπαυσης. Δεν τους δόθηκε. Μόλις είχαν προλάβει να ανασυγκροτήσουν τις γραμμές τους και να αντικαταστήσουν τα δοκάρια και τα βαρέλια με χώμα στο φράχτη, όταν εκτοξεύθηκε μια δεύτερη επίθεση. Συντάγματα από Τούρκους της Ανατολίας από το στρατό του Ισάκ, που αναγνωρίζονταν εύκολα από ιδιαίτερες στολές και τους θώρακές τους, εξόρμησαν κατηφορίζοντας από το λόφο έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού για το κοινό, προς την κοιλάδα, και στράφηκαν ώστε να βρεθούν αντιμέτωποι με το φράχτη. Για άλλη μια φορά οι καμπάνες των εκκλησιών κοντά στα τείχη κτύπησαν για να δώσουν το σημείο του συναγερμού. Αλλά ο ήχος πνίγηκε από το βρόντο του μεγάλου κανονιού του Ουρβανού και των ομοίων του, καθώς ξανάρχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Ανατολίτες είχαν ριχτεί στην επίθεση. Αντίθετα με τους ατάκτους ήταν καλά εξοπλισμένοι και πειθαρχημένοι, όλοι τους ευσεβείς Μωαμεθανοί, διψασμένοι για τη δόξα να είναι οι πρώτοι που θα έμπαιναν στη χριστιανική πόλη. Με την άγρια μουσική των σαλπιγκτών και των φλαουτιστών να τους ενθαρρύνει, ρίχτηκαν στο φράχτη, σκαρφαλώνοντας ο ένας επάνω στους ώμους του άλλου στις προσπάθειές τους να ακουμπήσουν τις σκάλες τους επάνω στο φράχτη και να ανοίξουν το δρόμο τους προς την κορυφή. Στο αμυδρό φως των πυρσών, με τα σύννεφα να σκεπάζουν συνεχώς το φεγγάρι, ήταν δύσκολο να δει κανείς τι συνέβαινε. Οι Ανατολίτες, όπως και οι άτακτοι πριν από αυτούς, μειονεκτούσαν σε εκείνο το στενό μέτωπο λόγω των αριθμών τους. Η πειθαρχία και η επιμονή τους απλά έκανε τις απώλειές τους βαρύτερες, καθώς οι αμυνόμενοι τους πετούσαν πέτρες και απωθούσαν τις σκάλες τους, ή πολεμούσαν εναντίον τους σώμα με σώμα. Περίπου μία ώρα πριν από την αυγή, όταν αυτή η δεύτερη επίθεση άρχιζε να παραπαίει, ένα βλήμα από το κανόνι του Ουρβανού προσγειώθηκε εντελώς επάνω στο φράχτη, γκρεμίζοντάς τον σε έκταση αρκετών μέτρων. Σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης καθώς τα μπάζα και το χώμα τινάχθηκαν στον αέρα, και ο μαύρος καπνός της πυρίτιδας τύφλωσε τους αμυνόμενους. Μια ομάδα από τριακόσιους Ανατολίτες όρμησε προς το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί, κραυγάζοντας ότι η πόλη ήταν δική τους. Αλλά, με τον αυτοκράτορα επικεφαλής τους, οι Χριστιανοί τους περικύκλωσαν, σφαγιάζοντας το μεγαλύτερο μέρος και απωθώντας τους υπόλοιπους πίσω στην τάφρο. Η ανάσχεση προκάλεσε σύγχυση στους Ανατολίτες. Η επίθεση ανακλήθηκε, και αποσύρθηκαν στις γραμμές τους. Με θριαμβευτικές κραυγές οι αμυνόμενοι καταπιάστηκαν και πάλι με την επισκευή του φράχτη.
Οι Τούρκοι δεν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία σε άλλους τομείς. Κατά μήκος του νοτίου τμήματος των χερσαίων τειχών ο Ισάκ κατόρθωσε να ασκήσει επαρκή πίεση ώστε να αποτρέψει τους υπερασπιστές να μετακινήσουν άνδρες στην κοιλάδα του Λύκου, αλλά, με τα καλύτερα στρατεύματά του να έχουν μετακινηθεί για να πολεμήσουν εκεί, δεν μπορούσε να κάνει σοβαρή επίθεση. Κατά μήκος της Προποντίδας ο Χαμζά μπέης δυσκολευόταν να φέρει τα πλοία του κοντά στην ακτή. Τα λίγα αποβατικά αγήματα που κατόρθωσε να στείλει αποκρούστηκαν εύκολα από τους μοναχούς στους οποίους είχαν αναθέσει την άμυνα, ή από τον πρίγκιπα Ορχάν και τους οπαδούς του. Σε όλο το μήκος του Κερατίου έγιναν προσποιήσεις, αλλά καμία πραγματική απόπειρα επίθεσης. Γύρω από τη συνοικία των Βλαχερνών ο αγώνας ήταν πιο σκληρός. Στο χαμηλότερο σημείο, κοντά στο λιμάνι, τα στρατεύματα που είχε μεταφέρει ο Ζαγανός επάνω από τη γέφυρα έκαναν συνεχείς επιθέσεις, όπως και οι άνδρες του Καρατζά πασά, ψηλότερα στην πλαγιά. Αλλά ο Μινόττο και οι Βενετοί του μπόρεσαν να κρατήσουν τον τομέα τους στα τείχη απέναντι στο Ζαγανός, και οι αδελφοί Μποκκιάρντι απέναντι στον Καρατζά.
Ο σουλτάνος λέγεται ότι αγανάκτησε για την αποτυχία των Ανατολιτών. Είναι όμως πιθανό ότι πρόθεσή του και με αυτούς, όπως και με τους ατάκτους πριν από εκείνους, ήταν να καταπονήσει τον εχθρό παρά να μπουν οι ίδιοι στην πόλη. Είχε υποσχεθεί ένα μεγάλο βραβείο για τον πρώτο στρατιώτη που θα περνούσε το φράχτη με επιτυχία, και επιθυμούσε αυτό το προνόμιο να καταλήξει σε κάποιο μέλος του δικού του ευνοούμενου συντάγματος, των γενιτσάρων του. Τώρα είχε έλθει η ώρα να μπουν και εκείνοι στη μάχη. Ήταν ανήσυχος, γιατί εάν αποτύγχαναν κι αυτοί θα ήταν δύσκολο να συνεχίσει την πολιορκία. Έδωσε τις διαταγές γρήγορα. Προτού οι Χριστιανοί βρουν χρόνο να φρεσκαριστούν και να κάνουν μερικές χονδρικές επισκευές στο φράχτη, έπεσε επάνω τους μια βροχή από βλήματα, βέλη, ακόντια, πέτρες και σφαίρες, ενώ πίσω από τη βροχή οι γενίτσαροι προέλαυναν βιαστικά, χωρίς να ορμούν παράτολμα, όπως είχαν κάνει οι βαζιβουζούκοι και οι Ανατολίτες, αλλά διατηρώντας τις γραμμές τους σε απόλυτη τάξη, αδιάσπαστες από τα βλήματα του εχθρού.
Η πολεμική μουσική που τους παρότρυνε ήταν τόσο δυνατή ώστε ο ήχος μπορούσε να ακούγεται μέσα από τις βροντές των κανονιών από την άλλη πλευρά του Βοσπόρου. Τους οδήγησε ο ίδιος ο Μωάμεθ μέχρι 99 την τάφρο και στάθηκε εκεί φωνάζοντας ενθαρρυντικά καθώς τον προσπερνούσαν. Το ένα κύμα μετά το άλλο από αυτούς τους φρέσκους, υπέροχους και ισχυρά εξοπλισμένους άνδρες ορμούσε στο φράχτη, για να ξηλώσει τα βαρέλια με το χώμα που στέκονταν επάνω του, για να κόψει τα δοκάρια που τον στήριζαν και για να ακουμπήσει τις σκάλες του επάνω του στα σημεία όπου δεν ήταν δυνατό να γκρεμιστεί, κάθε κύμα παραμερίζοντας χωρίς πανικό για το επόμενο. Οι Χριστιανοί ήταν εξουθενωμένοι. Είχαν πολεμήσει για περισσότερες από τέσσερις ώρες με μόνο μερικές στιγμές ανάπαυσης, αλλά πολεμούσαν με απελπισία, γνωρίζοντας ότι εάν έκαναν πίσω, αυτό θα ήταν το τέλος. Πίσω τους στην πόλη οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαιναν και πάλι, και στον ουρανό υψώθηκε ένα μεγάλο μουρμούρισμα προσευχών.
Τώρα ο αγώνας στο φράχτη γινόταν σώμα με σώμα. Επί περίπου μία ώρα οι γενίτσαροι δεν μπορούσαν να ανοίξουν δρόμο. Οι Χριστιανοί άρχισαν να πιστεύουν ότι η επίθεση εξασθενούσε κάπως. Αλλά η μοίρα ήταν εναντίον τους. Στη γωνία του τείχους των Βλαχερνών, ακριβώς προτού ενωθεί με το διπλό Θεοδοσιανό τείχος, υπήρχε, μισοκρυμμένη σε έναν πύργο, μια μικρή πύλη εξόδου γνωστή ως Κερκόπορτα. Είχε κλειστεί πριν από πολλά χρόνια, αλλά οι γέροι τη θυμούνταν. Ακριβώς πριν από την έναρξη της πολιορκίας την είχαν ξανανοίξει, για να διευκολύνει τις εξόδους στα πλευρά του εχθρού. Στη διάρκεια του αγώνα οι Μποκκιάρντι και οι άνδρες τους την είχαν χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά εναντίον των στρατευμάτων του Καρατζά πασά. Αλλά τώρα κάποιος, κατά την επιστροφή του από μια έξοδο, ξέχασε να αμπαρώσει τη μικρή πύλη πίσω του. Μερικοί Τούρκοι παρατήρησαν το άνοιγμα, όρμησαν μέσα από αυτό στην αυλή πίσω του και άρχισαν να ανεβαίνουν μια σκάλα που οδηγούσε στο ανώτερο σημείο του τείχους. Οι Χριστιανοί που βρίσκονταν ακριβώς έξω από την πύλη είδαν τι συνέβαινε και μαζεύτηκαν πίσω για να ξαναπάρουν τον έλεγχό της και να εμποδίσουν άλλους Τούρκους να τους ακολουθήσουν.
Μέσα στη σύγχυση περίπου πενήντα Τούρκοι παρέμειναν μέσα από το τείχος, όπου θα μπορούσαν να είχαν περικυκλωθεί και εξοντωθεί, εάν εκείνη τη στιγμή δεν είχε συμβεί μια χειρότερη καταστροφή.

Κάποιος φώναξε με τρόμο ότι οι Τούρκοι είχαν διαβεί το τείχος. Προτού προλάβουν να ξανακλείσουν τη μικρή πύλη οι Γενοβέζοι πέρασαν σύσσωμοι από αυτήν. Ο αυτοκράτορας και οι Έλληνες παρέμειναν μόνοι στο πεδίο της μάχης.
Από το άλλο σημείο της τάφρου ο σουλτάνος αντιλήφθηκε τον πανικό. Φωνάζοντας: “η πόλη είναι δική μας”, διέταξε τους γενιτσάρους να ξαναεπιτεθούν και έκανε σινιάλο σε ένα λόχο με100 επικεφαλής ένα γίγαντα που τον έλεγαν Χασάν. Ο Χασάν άνοιξε δρόμο με το σπαθί του επάνω από το ψηλότερο σημείο του σπασμένου φράχτη και θεωρήθηκε ότι είχε κερδίσει το βραβείο. Τον ακολούθησαν περίπου τριάντα γενίτσαροι. Οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν. Ο ίδιος ο Χασάν έπεσε στα γόνατα από ένα χτύπημα από πέτρα και σφαγιάστηκε, ενώ δεκαεπτά σύντροφοί του χάθηκαν μαζί του. Αλλά οι υπόλοιποι κράτησαν τις θέσεις τους επάνω στο φράχτη. Οι Έλληνες αντιστέκονταν πεισματικά, αλλά το βάρος των αριθμών τους έσπρωξε πίσω προς το εσωτερικό τείχος. Μπροστά από αυτό βρισκόταν ένα άλλο χαντάκι που είχε εκβαθυνθεί σε ορισμένα σημεία για να πάρουν χώμα προκειμένου να ενισχύσουν το φράχτη. Πολλοί Έλληνες σπρώχτηκαν πίσω, μέσα σε αυτές τις τρύπες και δεν μπορούσαν να βγουν εύκολα έξω, με το μεγάλο εσωτερικό τείχος να υψώνεται πίσω τους. Οι Τούρκοι, που τώρα ήταν στην κορυφή του φράχτη, τους πυροβολούσαν από ψηλά και τους έσφαξαν. Σύντομα πολλοί γενίτσαροι έφθασαν στο εσωτερικό τείχος και σκαρφάλωσαν χωρίς αντίσταση. Ξαφνικά κάποιος κοίταξε ψηλά και είδε τουρκικές σημαίες να κυματίζουν στον πύργο επάνω από την Κερκόπορτα. Ακούστηκε η κραυγή: «η πόλις εάλω».


Steven Runciman, Η Άλωση της Πόλης -1453, εκδόσεις Παπαδήμα, 2005
Πηγή και http://infognomonpolitics.blogspot.gr