
Εισαγωγικό σημείωμα του Καθηγητή Π. Ήφαιστου: Το Ισχύς και απόφαση (Εκδόσεις Στιγμή 1991) είναι ένα κείμενο σταθμός στην πορεία του Κονδύλη. Αυτό το βιβλίο όπως και οι 26 συνεντεύξεις του στο Αόρατο Χρονολόγιο της σκέψης (Εκδόσεις Νεφέλη 1998) είναι αναγκαία κείμενα για να μπορέσει ο αναγνώστης να πλεύσει σταθερά μέσα στον ωκεανό του Κονδύλειου στοχασμού
Κάποια κείμενα όσο περισσότερο επαληθεύονται εμπράγματα στα πεδία του διαπροσωπικών σχέσεων, των ενδοκρατικών σχέσεων και της διεθνούς πολιτικής, τόσο περισσότερο καθίστανται Υποδειγματικά/Παραδειγματικά και πηγή άντλησης «νόμων» για την κανονικότητα αιτίων και αιτιατών στα τρία επίπεδα ανάλυσης, του Ανθρώπου, του Κράτους και της Διεθνούς Πολιτικής.
Μπορούμε συντομογραφικά να το πούμε αυτό και διαφορετικά αντλώντας από το επιστημολογικά και μεθοδολογικά άφθαστο κείμενο του Kenneth Waltz Θεωρία διεθνούς πολιτικής (Εκδόσεις Ποιότητα), ιδιαίτερα στα κεφάλαια 1-3. Απλοποιώντας λέμε ότι θεωρία είναι η αναζήτηση βάσιμων σχέσεων μεταξύ αιτίων και αποτελεσμάτων στα τρία επίπεδα ανάλυσης.
Η θεωρία δεν επαληθεύεται, κατ’ ανάγκη, πάντοτε. Δεν είναι δηλαδή «νόμος». Ποια η κανονικότητα και ποια η πιθανότητα να επαληθευτεί; Προβληματιζόμαστε διαρκώς, ως προς τα ποια είναι τα κύρια ερωτήματα της θεωρίας και ποια η ιεράρχηση των σημασιών στην προσπάθεια περιγραφής και ερμηνείας των φαινομένων στα τρία προαναφερθέντα επίπεδα ανάλυσης.
Νόμο έχουμε όταν υπάρχει απόλυτη κανονικότητα αιτίων-αιτιατών. Νόμο έχουμε, όπως το θέτει ο Waltz, όταν «ένα αιτιατό Α αναπόδραστα προκαλεί ένα αποτέλεσμα Β» «Εάν σταματήσουν οι μηχανές του αεροπλάνου καταπίπτει στην γη». Ερωτούμε: Είναι νόμος η ανελέητη θουκυδίδεια θέση «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει ο ισχυρός επιβάλλει ότι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται»; Θα έλεγα παρακολουθείστε ειδήσεις κάθε βράδυ και θα έχετε την απάντηση.
Οι θεωρίες –δεν μιλάμε βέβαια εδώ για ιδεολογικές σαπουνόφουσκες, θεωρήματα και ιδεολογήματα που δεν εμπίπτουν στα πεδία της επιστήμης αλλά των εκλογικεύσεων των αξιώσεων ισχύος– είναι βασικά εποικοδομήματα του Υποδείγματος. Αναμφίβολα, ο Θουκυδίδης είναι καταξιωμένος ως το κείμενο που εδραιώνει το Υπόδειγμα (ή κατ’ άλλους Παράδειγμα) της διεθνούς πολιτικής του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος. Ουσιαστικά, ο θεωρητικός προβληματισμός για να είναι υψηλά στην κλίμακα των σημασιών (και γι’ αυτό χρήσιμος για την διπλωματία των κρατών) απαιτείται να στηρίζεται σε ισχυρές θεωρίες και να μην παραβιάζει ποτέ τα αξιώματα του Υποδείγματος. Βασικά, οι νόμοι του Υποδείγματος είναι κόκκινες γραμμές για την διπλωματία κάθε κράτους. Όταν τις παραβιάζει το κράτος δεν είναι βιώσιμο.
Οι αδύναμες θεωρίες προκαλούν ζημιές. Με διαφορετικά λόγια, η κρατική θεωρία διεθνούς πολιτικής απαιτείται να σχετίζεται με τον πραγματικό κόσμο και να μην επηρεάζεται από θεωρήματα και ιδεολογήματα (τα τελευταία ποτέ δεν χρησιμεύουν σε οτιδήποτε παρά μόνο ως εργαλεία των αξιώσεων ισχύος των ισχυρών κρατών και ως κουτόχορτο των αδυνάμων και αναλώσιμων κοινωνιών – σκεφτείτε τις ασυναρτησίες περί παγκοσμιοποίησης που διέδιδαν διάφορα «ιδρύματα» και ΜΚΟ για να καταλάβετε τι έπαθε η Ελλάδα όταν στον βωμό φαντασιόπληκτων ιδεολογημάτων πολλοί συμπέραναν ότι η κρατική κυριαρχία και η κρατική ισχύς είναι αναλώσιμα στο όνομα κάποιου μυστήριου μεταψυχροπολεμικού διεθνισμού / κοσμοπολιτισμού).

Οι νόμοι καθορίζουν σχέσεις μεταξύ μεταβλητών της διεθνούς πολιτικής. Χάος δηλαδή, εάν λάβουμε υπόψη την ετερογονία των σκοπών και των στρατηγικών εκπλήρωσής τους, την απέραντη ετερότητα κάθε ιστορικής στιγμής και την απροσμέτρητη ποικιλομορφία των δρώντων όλων των επιπέδων που εμπλέκονται στην διεθνή πολιτική. Ανθρώπων, κρατών, συμμαχιών, διεθνικών δρώντων και οτιδήποτε σχετικό και συναφές. Υπάρχουν επίσης άπειροι αστάθμητοι παράγοντες που αφορούν την απρόβλεπτη και αστάθμητη ανθρώπινη συμπεριφορά. [Τώρα, βέβαια, υπάρχουν και οι τσαρλατάνοι που λένε πως μπορούν, δήθεν, να προβλέψουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Γι’ αυτό και παραμιλούν ποικιλοτρόπως]. Οι τιμές των μεταβλητών της διεθνούς πολιτικής, επιπλέον μπορούν κυμαίνονται ενώ διακρίνονται –και μάλιστα με ρευστό και αστάθμητο τρόπο– σε μεταβλητές που άλλοτε είναι εξαρτημένες και άλλοτε ανεξάρτητες ή και τα δύο μαζί.
Η Θεωρία στηριζόμενη στα αξιώματα του Υποδείγματος κάνει ένα ατέλειωτο αγώνα δρόμου εκτίμησης των κυμάνσεων και των κανονικοτήτων που είναι συμβατές με τα αξιώματα. Η στρατηγική ενός κράτους, αντίστοιχα, η οποία διαθέτει καλή κρατική θεωρία εξωτερικής πολιτικής έχει –μιλάμε για βιώσιμα κράτη– και κρατικούς λειτουργούς που αγωνίζονται ασταμάτητα να σταθμίζουν την κατάσταση και να συνάγουν εκτιμήσεις της κατάστασης σε όλες τις περιπτώσεις καθώς επίσης και εναλλακτικά σενάρια δράσεις για τις απρόβλεπτες πτυχές της διεθνούς πολιτικής.
Οι χειριστές της διπλωματίας και οι πολιτικοί ηγέτες που είναι επικεφαλής είναι «ιατροί της διεθνούς πολιτικής». Μάλιστα, φαινομένων πολύ πιο απαιτητικών απ’ ότι οποιουδήποτε άλλου φαινομένου στα πεδία των φυσικών επιστημών. Στις τελευταίες υπάρχουν και τα πειράματα που προσφέρουν πολλές πληροφορίες: «Τόσα λεμφοκύτταρα, πιθανότητες καρκίνου ή όχι». «τόση ποσότητα τάδε Α χημικής ουσίας και τόση ποσότητα κάποιας άλλης έχουμε το Β αποτέλεσμα». Οι χειριστές της διπλωματίας, όμως, δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. Πρέπει, ανά πάσα στιγμή, να κάνουν σωστή διάγνωση των αιτίων πολυκύμαντων φαινομένων, να προσπαθούν να κατανοήσουν εναλλακτικά αποτελέσματα και να προετοιμάζονται για εναλλακτικές «θεραπείες», να έχουν δηλαδή πολλά εναλλακτικά στρατηγικά σχέδια (στην στρατηγική θεωρία λέγονται contingency plans).

Άμα αυτοί οι «γιατροί» είναι τσαρλατάνοι το κράτος πεθαίνει ή παθαίνει μεγάλες ζημιές. Αν α, τότε β, όπου α είναι μία ή περισσότερες ανεξάρτητες μεταβλητές και β είναι η εξαρτημένη μεταβλητή, αυτή είναι η μορφή της διατύπωσης ενός νόμου. Αν η σχέση μεταξύ α και β είναι αμετάβλητη, ο νόμος είναι απόλυτος. Αν η σχέση είναι σε μεγάλο βαθμό σταθερή, αλλά όχι αμετάβλητη, ο νόμος θα διατυπωνόταν ως εξής: Αν α, τότε β με πιθανότητα χ. Τα κράτη, κατά συνέπεια, πρέπει να είναι άγρυπνα, γιατί, όπως είπαμε υπάρχουν όχι μόνο οι νόμοι (που είναι κόκκινες γραμμές) αλλά και το ευμετάβλητο των παραγώγων κάθε διπλωματικής στάσης που πρέπει να σταθμίζεται και εκτιμάται διαρκώς.
Η αξία της περιγραφικής και αξιολογικά ελεύθερης θεωρίας του Παναγιώτη Κονδύλη στο «Ισχύς και Απόφαση» είναι ανεκτίμητη και ένα αναγκαίο συμπλήρωμα των Θουκυδίδειων αξιωμάτων. Πολλοί τσάκισαν κυριολεκτικά την αξιοπρέπειά τους προσπαθώντας να ασκήσουν αστείες κριτικές για αυτό το κορυφαίο κείμενο. Για όποιον όμως θέλει να γνωρίζει και να μην καταπίνει ευχάριστους αλλά διόλου θρεπτικούς χυμούς θεωρημάτων και ιδεολογημάτων ο Κονδύλης είναι αναγκαίο ανάγνωσμα. Μάλιστα, απαιτείται απροκατάληπτη ανάγνωση των κειμένων του χωρίς φακούς υποκειμενισμού γιατί ο Κονδύλης αυτό ακριβώς κάνει, προσπαθεί δηλαδή να μας ωθήσει να προβληματιστούμε για αυτό που πρέπει να ξέρουμε και όχι για αυτό που θέλουμε να ξέρουμε. Η σημασία αυτού του άφθαστου πολιτικού στοχαστή θα αυξάνεται όσο προχωράμε και όσο ξεφουσκώνουν τα ιδεολογήματα και τα συνοδευτικά θεωρήματα του ψεύτικου Ψυχρού Πολέμου του 20ου αιώνα.
H “Εισαγωγή” του έργου Ισχύς και απόφαση του Παναγιώτη Κονδύλη:
“Η θεωρία της απόφασης, που εκτίθεται σ’ αυτό το βιβλίο, θέλει να παραμείνει αυστηρά περιγραφική. Το μέλημά μας δε είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος μιας ύπαρξης, η οποία ταλανίζεται από αφαιρέσεις και συστήματα, ωστόσο ακατάπαυστα πάλλεται κι αναζητεί δικούς της δρόμους, να παίρνει αποφάσεις απόλυτα αυτόνομες και βαθύτατα προσωπικές ˙ αυτό το δικαίωμα υπεράσπιζαν μέχρι σήμερα οι κρατούσες παραλλαγές της θεωρίας της απόφασης, όπως εμφανίζονται στις λεγόμενες υπαρξιστικές φιλοσοφίες. Εμείς θα δείξουμε, αντίθετα, ότι τούτη η στρατευμένη θεωρία της απόφασης δεν μπορεί ποτέ να επιβληθεί μακροπρόθεσμα ή σε έκταση κοινωνικά αξιόλογη, όσο κι αν αποτέλεσε ή αν αποτελεί ακόμα φυσιολογικό φαινόμενο διαμαρτυρίας μέσα σε ορισμένες συγκυρίες της ιστορίας των ιδεών. Από την άλλη μεριά, επιθυμούμε να αποδείξουμε ότι και η σκέψη εκείνη, η οποία θα ήθελε να εμφανισθεί ως αντίπαλη της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης, είναι de facto υποχρεωμένη να εκτυλιχθεί και να δομηθεί πάνω στη βάση μιας απόφασης, όσο έντονα κι αν το αμφισβητεί αυτό για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω. Και, τέλος, θα ισχυρισθούμε ότι και στις δύο αυτές περιπτώσεις τα πράγματα δεν μπορεί να είναι διαφορετικά απ’ ό,τι ήσαν ίσαμε τώρα, και ότι οι εισηγήσεις ή οι ευχές για τη διόρθωσή τους δεν προωθούν την κατανόηση, παρά την πολεμική, καθώς μάλιστα εξ αρχής έχουν πρόθεση και υφή πολεμική
Η ίση απόσταση της δικής μας θεωρίας τόσο από τη στρατευμένη θεωρία της απόφασης όσο και από τους αντιπάλους της δίδεται ήδη εξ αιτίας του περιγραφικού της χαρακτήρα. Γιατί, σε αντίθεση με αυτήν, και οι δύο παραπάνω αντιλήψεις εδράζονται σε κανονιστικές πεποιθήσεις. Η στρατευμένη θεωρία της απόφασης βλέπει την απόφαση όχι απλώς ως αναπόδραστη πραγματικότητα, αλλά την έχει αναγορεύσει σε καθήκον και συχνά την μετέτρεψε σε παθητική και δραματική τελετουργία ˙ γι’ αυτό και θα μπορούσε να ονομαστεί επιταγματική ή κανονιστική θεωρία της απόφασης. Κατά την άποψή της, το άτομο οφείλει να γνωρίσει υπαρξιακά ύψη και βάθη, τινάζοντας πάνωθέ του τον κονιορτό του καθημερινού και του αυτονόητου, αποσείοντας την πίεση υπερπροσωπικών ή απρόσωπων κοινωνικών και πνευματικών θεσμίσεων, και δοκιμάζοντας στο πετσί του και σ’ όλη τους τη δριμύτητα τις εναλλακτικές λύσεις των προβλημάτων της ζωής. Όποιος μπορεί να περιέλθει σ’ αυτή την κατάσταση και να σηκώσει τέτοια ευθύνη, όποιος κρατά ανά πάσα στιγμή τη γνωστική και ηθική του συνείδηση ξάγρυπνη και έτοιμη για την μεγάλη απόφαση, αυτός θεωρείται eo ipso αξιότερος από όσους βολεύονται με έτοιμες βεβαιότητες και κανονιστικές αρχές. Ο έμπρακτος υποβιβασμός των αντιπάλων της θεωρίας της απόφασης, ο οποίος προκύπτει από τούτη την τοποθέτηση, προφανώς θεμελιώνεται σε μιαν ορισμένη αξιολογική αντίληψη για τον «αληθινό» προορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Ωστόσο η αντίληψη αυτή παραγνωρίζει πόσο μεγάλη υπαρξιακή ένταση είναι ικανή να αναπτύξει μια ανθρώπινη στάση, η οποία ρητά και απροκάλυπτα κατανοεί τον εαυτό της ακριβώς ως στάση υπαγορευόμενη από το καθήκον ή και ως πρόσχαρη υποταγή σε κάθε λογής εξουσιαστικές αρχές˙ παραγνωρίζει επίσης πόσο κοντά βρίσκεται συχνά η υπαρξιακή ένταση τούτης εδώ της στάσης προς την ένταση της προσωπικής απόφασης.
Όμως και οι οπαδοί της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης εμποδίζονται από τον πολεμικό τους ζήλο να διαπιστώσουν τέτοιες δυσάρεστες και συνάμα αποκαλυπτικές συγγένειες, οι οποίες δημιουργούνται από την κοινή εμμονή των δύο πλευρών σε κάποιο κανονιστικό στοιχείο, έστω κι αν η κάθε μια τους ορίζει το περιεχόμενο του τελευταίου κατά τρόπο ολότελα διαφορετικό ˙ έτσι η οξύτητα της αντίθεσης ως προς το περιεχόμενο επικαλύπτει τη βαρύνουσα μορφική και δομική ομοιότητα της θεμελιώδους στάσης. Όπως και να ‘χουν τα πράγματα, η χαρακτηριστική κανονιστική τοποθέτηση των αντιπάλων της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης διαφαίνεται μέσα από τον τρόπο με τον οποίο περιγράφουν τη θεωρία της απόφασης εν γένει. Από τη σκοπιά τους, δηλαδή, κάθε θεωρία της απόφασης παρουσιάζεται ως εξύμνηση ή τουλάχιστον ως αποδέσμευση της υποκειμενικής αυθαιρεσίας, ως έκκληση προς παραμερισμό της καλοπροαίρετης και συνεκτικής σκέψης για χάρη αχαλίνωτων εκρήξεων ή τυχαίων εμπνεύσεων και, επίσης, ως άμεση ή έμμεση συνηγορία υπέρ της πνευματικής (αν όχι και της πολιτικής) βίας και εναντίον του συνδιαλεγόμενου και συνδιαλλασσόμενου Λόγου. Οι κανονιστικές συνέπειες και προϋποθέσεις τούτης της κριτικής είναι πρόδηλες: η σκέψη όχι μόνο οφείλει να καταλήξει σε γενικώς δεσμευτικά, δηλαδή ηθικώς αποδεκτά πορίσματα (άλλωστε όσοι πρεσβεύουν τη θεωρία της απόφασης θα μπορούσαν να επιλέξουν με την υπαρξιακή τους απόφαση ακριβώς το ίδιο πράγμα που και οι αντίπαλοι της θεωρίας της απόφασης ίσως θεωρούν το καλύτερο, π.χ. τον Θεό ή την ελευθερία), αλλά και να μεθοδεύει άψογα την εργασία της, δηλαδή να σέβεται κανόνες γενικά ισχύοντες και να εμφανίζεται κατά το δυνατόν μετριοφρονέστερη –με άλλα λόγια: να παρουσιάζεται ως αξιόπιστος και σοβαρός υπηρέτης, ερμηνευτής και υπερασπιστής αντικειμενικών αξιών και αληθειών. Η εσωτερική λογική και η κοινωνική λειτουργία αυτής της τοποθέτησης, που ως τώρα ήταν η κυρίαρχη και ασφαλώς θα συνεχίσει να κυριαρχεί, θα μας απασχολήσουν διεξοδικά παρακάτω. Προκαταλαμβάνοντας τις αναλύσεις αυτές, ας θυμίσουμε μόνο εκείνη την παράδοξη (για ορισμένους άμεσα ενδιαφερόμενους ) ή ευτράπελη (για μας) κατάσταση, όπου παρατάξεις, οι οποίες ρητά και από κοινού απορρίπτουν το υπαρξιακό πρωτείο και τη θεωρία της απόφασης, στη συνέχεια καταπολεμούν με το ίδιο μένος η μία την άλλη στο όνομα «αντικειμενικών» αξιών και αληθειών. Ακριβώς η γενική, αλλά ως προς το περιεχόμενό της (πολύ) διαφορετική, επίκληση της «αντικειμενικής αλήθειας» κλονίζει τελικά την πίστη στην ύπαρξη μιας τέτοιας αλήθειας και τροφοδοτεί τάσεις ευνοϊκές για τη στρατευμένη θεωρία της απόφασης, έστω κι αν αυτό δεν διαρκεί περισσότερο απ’ ό,τι το σύντομο διάστημα μιας μεσοβασιλείας, δηλαδή ώσπου να επικρατήσει η εκάστοτε ισχυρότερη «αντικειμενικότητα».
Η δική μας περιγραφική θεωρία της απόφασης δεν δέχεται λοιπόν ούτε την απόφαση ως υπαρξιακό Δέον ούτε την καθηκοντολογική σύνδεση των αποφάσεων με κάποιο Δέον δήθεν αντικειμενικό. Ενάντια στους αντιπάλους της στρατευμένης θεωρίας της απόφασης πρέπει να τονιστεί ότι το να καταπολεμά κανείς τη θεωρία της απόφασης και το να βρίσκεται ο ίδιος εντελώς έξω από το πεδίο εφαρμογής της είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, με άλλα λόγια, ότι πίσω από τη δήθεν εδραία αντικειμενικότητα του Δέοντος μπορεί θαυμάσια να κρύβεται η πλαστική υποκειμενικότητα της απόφασης. Ενάντια στη στρατευμένη ή κανονιστική θεωρία της απόφασης μπορούμε πάλι να πούμε πως η θέση, ότι κάθε πράξη και κάθε σκέψη έτσι κι αλλιώς στηρίζεται σε μιαν (όχι αναγκαστικά προσωπική και συνειδητή) απόφαση, κάνει αυτόματα εντελώς περιττό τον δεοντολογικό χαρακτήρα της απόφασης. Μονάχα αυτός ο διπλός παραμερισμός της κανονιστικής θεώρησης καθιστά δυνατή την καθαρά περιγραφική θεωρία της απόφασης. Αλλά και αντίστροφα: μονάχα η κατανόηση του γεγονότος, ότι η επικράτηση της κανονιστικής θεώρησης αποτελεί κοινωνική αναγκαιότητα, επιτρέπει στη θεωρία τούτη να παραμείνει περιγραφική, δηλαδή αξιολογικά ελεύθερη. Τούτο μπορεί να φαίνεται παράδοξο ˙ και όμως, αν δούμε τα πράγματα βαθύτερα, η αξιολογική ελευθερία στο επίπεδο της θεωρίας και η αναγνώριση της υπεροχής της αξιολογικής και κανονιστικής σκέψης στο πρακτικό πεδίο είναι αδιαχώριστες μεταξύ τους. Γιατί απολύτως αξιολογικά ελεύθερη είναι μια θεώρηση όχι ήδη επειδή συνειδητοποίησε την υποκειμενικότητα και τη σχετικότητα των αξιών, αλλά από τη στιγμή που η ίδια παραιτείται ολότελα από το ρόλο του διαφωτιστή και του θεραπευτή –κοντολογίς: από το ρόλο του ηγέτη ˙ άλλωστε η ροπή προς την κανονιστική θεώρηση πηγάζει κατά πρώτο λόγο από την επιθυμία να παίξει κανείς έναν τέτοιο ρόλο. Η αξιολογικά ελεύθερη γνώση δεν μπορεί να θέσει ως στόχο της τη διάλυση των ψευδαισθήσεων, γιατί η ίδια έγινε αξιολογικά ελεύθερη μόνο και μόνο χάρη στη διαπίστωση ότι οι ψευδαισθήσεις δεν διαλύονται, και μάλιστα είναι βιοτικά αναγκαίες. Για τούτο η αξιολογικά ελεύθερη γνώση υποχρεωτικά παραμένει στο περιθώριο και απευθύνεται σε όσους είναι σε θέση να εκτιμήσουν γνώσεις και διαπιστώσεις πρακτικά περιττές ή και ανασχετικές. Αν σε ορισμένες εποχές γνωρίζει περισσότερη δημοσιότητα, ο λόγος είναι απλώς ότι η κανονιστική σκέψη βρίσκεται σε κρίση και θέλει να αυτοεπιβεβαιωθεί ασκώντας πολεμική εναντίον της και αναζητώντας αποδιοπομπαίους τράγους. Επειδή η αξιολογικά ελεύθερη σκέψη δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει την ευρύτερη κοινωνική επιδοκιμασία, γι’ αυτό και η δημόσια εμφάνισή της έχει ως μόνο αποτέλεσμα να κινητοποιούνται οι εχθροί της και να εκλεπτύνονται τα επιχειρήματα των κανονιστικών θεωριών. Αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό, απλώς είναι αναπόφευκτο. Αν τα πράγματα έρχονταν διαφορετικά, τότε ο κόσμος αυτός θα γινόταν άλλος, δηλαδή δεν θα ήταν πια ο κόσμος, από την περιγραφή του οποίου προέκυψε η αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση.
Η τελευταία τούτη πρόταση συνεπάγεται ότι η λογικά συνεπής αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση εδράζεται σε μιαν ορισμένη αντίληψη για τα ανθρώπινα πράγματα. Πρόθεσή μας εδώ είναι να τονίσουμε και να διευκρινίσουμε αυτήν τη συνάφεια. Όταν προσπαθεί κανείς να την αρνηθεί ή τουλάχιστον να την αποσιωπήσει, τότε δημιουργείται εκείνη η κατάσταση της αμηχανίας, στην οποία βρίσκονται αδιάκοπα μερικοί σύγχρονοι μας θετικιστές ή «κριτικοί» ορθολογιστές, καθώς θέλουν να εμφανίζονται ως αξιολογικά ελεύθεροι επιστήμονες, ενώ την ίδια στιγμή μεταμορφώνονται σε αιθεροβάμονες μεταφυσικούς προκειμένου να υπερασπίσουν λ.χ. τον φιλελεύθερο ηθικισμό ή «την» ελευθερία. Αυτού του είδους η αξιολογική ελευθερία δεν είχε άλλωστε ποτέ την πρόθεση να απόσχει οριστικά από τον αγώνα των παρατάξεων ή να παραιτηθεί από τον ενδεχόμενο ρόλο του ηγέτη, παρά αποτελούσε και η ίδια πολεμική πράξη, δηλαδή στρεφόταν εξ αρχής ενάντια στη μαρξιστική-λενινιστική ομολογία πίστεως στην κομματικότητα της επιστήμης, και το έκανε αυτό από τη σκοπιά φιλελεύθερων αντιλήψεων για την αυτονομία των διάφορων βασικών τομέων της κοινωνικής ζωής. Τέτοιοι εκπρόσωποι της αξιολογικής ελευθερίας προβάλλουν βέβαια ως ιδεώδες την απουσία οποιωνδήποτε κοσμοθεωρητικών προϋποθέσεων από την σκέψη και την έρευνα, όμως διόλου δεν εξετάζουν τη συνάφεια ανάμεσα στην προβολή ενός τέτοιου ιδεώδους καθ’ εαυτήν και σε ορισμένες αντιλήψεις αναφερόμενες στο περιεχόμενο της σκέψης, και ειδικότερα σε ζητήματα ανθρωπολογικά και φιλοσοφίας του πολιτισμού. Και δεν το κάνουν ακριβώς επειδή η αξιολογική τους ελευθερία επαμφοτερίζει και τα βαθύτερα κίνητρά τους είναι ετερογενή, δηλαδή συνδέονται με κανονιστικές προθέσεις και αρχές. Αν εκπροσωπούσαν απροκάλυπτα τον εγγενή ριζοσπαστικό σκεπτικισμό της αξιολογικά ελεύθερης θεώρησης, δηλαδή την αδιαφορία της απέναντι σε κανονιστικές αρχές στη συνάρτησή της με μιαν ορισμένη αντίληψη για τα ανθρώπινα πράγματα, τότε θα έδιναν ευπρόσδεκτα όπλα στους «ολοκληρωτικούς» εχθρούς του φιλελεύθερου θετικισμού, οι οποίοι πλειοδοτούν γενναιόδωρα στη δημοπρασία των ηθικών αξιών. Αλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να το διακινδυνεύσει κανείς, αν θέλει να συμμετέχει κατά κάποιον τρόπο στο εγχείρημα της βελτίωσης του κόσμου –έστω και με τη νηφάλια όψη του κριτικού αναλυτή ποικίλων ψευδαισθήσεων.
Επιπλέον , μερικές φορές ελλοχεύει και ο φόβος ότι η συνεπής και ολόπλευρη θεμελίωση της αξιολογικής ελευθερίας θα της αφαιρούσε τον χαρακτήρα αυστηρής επιστημολογικής αρχής και θα την μετέτρεπε σε μια καινούργια μορφή ύποπτης ιδεολογικής ερμηνείας του κόσμου. Γιατί, αν γίνει παραδεκτή η συνάρτηση της αξιολογικά ελεύθερης θεώρησης με μιαν ορισμένη αντίληψη για τα ανθρώπινα πράγματα, τότε η θεώρηση αυτή φαίνεται εγκλωβισμένη στην ίδια εκείνη σχετικότητα, η οποία κατά την άποψή της προσιδιάζει αποκλειστικά στην υφή θεωρήσεων δεμένων με ορισμένες αξίες. Πράγματι, ενάντια στη θεωρία της απόφασης και στον σκεπτικισμό –των οποίων η αναγκαία λογική συνάφεια με την αξιολογικά ελεύθερη θεώρηση ορθά διαπιστώνεται από τους αντιπάλους, έστω κι αν αυτό γίνεται απλώς για λόγους πολεμικής- συχνότατα χρησιμοποιούνται επιχειρήματα του τύπου: η θεωρία της απόφασης σχετικοποιεί τα πάντα ανάγοντάς τα σε αποφάσεις αναγκαία συνδεδεμένες με συγκεκριμένη τοποθέτηση και προοπτική˙ εφ’ όσον και η ίδια, σύμφωνα με τις δικές της προϋποθέσεις, πηγάζει από μια τέτοιαν απόφαση, δεν μπορεί να είναι θεωρητικά δεσμευτική και πειθαναγκαστική. ( Στην παραδοσιακή του μορφή το επιχείρημα έχει ως εξής: πώς μπορεί ο σκεπτικιστής να είναι πεπεισμένος για την ορθότητα της δικής του θέσης, αφού αμφισβητεί την ορθότητα όλων των θέσεων;). Τέτοια αγοραία φιλοσοφικά επιχειρήματα έχουν ωστόσο μόνο ρητορική, δηλαδή ψυχολογική αξία και μπορούν να ανασκευασθούν ήδη με τα εργαλεία της τυπικής λογικής. Αν διατυπωθούν σε μορφή κλασσικού συλλογισμού, τότε στη μείζονα πρόταση γίνεται δεκτό εκείνο που απορρίπτεται στο συμπέρασμα, δηλαδή το συμπέρασμα αντιφάσκει προς την προκείμενη αντί να την εμπεριέχει ˙ όμως είναι λογικά εσφαλμένο να γίνεται δεκτή η θεμελιώδης θέση του σκεπτικισμού προκειμένου ν’ αμφισβητηθεί μ’ αυτόν τον τρόπο η εγκυρότητα του ίδιου του σκεπτικισμού. Άλλωστε ο σκεπτικισμός εκείνος, ο οποίος συνδέεται με την (περιγραφική) θεωρία της απόφασης δεν αφορά τη δυνατότητα αντικειμενικής γνώσης, παρά μόνο τη δυνατότητα διατύπωσης αντικειμενικά έγκυρων κανονιστικών αρχών. Τούτη η αντιδιαστολή μεταξύ αντικειμενικής γνώσης και αντικειμενικών κανονιστικών αρχών συνεπάγεται ότι η πρώτη παρεμποδίζεται σε κάθε της βήμα από την προσπάθεια να πορισθεί κανείς τις δεύτερες –όπου με τον όρο «κανονιστικές αρχές» δεν εννοούμε απλώς τις συνήθεις ηθικές εντολές, παρά κάθε κοσμοεικόνα υποτυπωμένη με βάση την επιταγή της αυτοσυντήρησης και της διεύρυνσης της ισχύος ενός ατόμου ή μιας συλλογικής οντότητας ˙ μόνο στο πλαίσιο μιας τέτοιας κοσμοεικόνας φαίνεται ότι και η ηθική, με τη στενότερη έννοια του όρου, έχει ερείσματα και νόημα. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι μόνο παραίτηση από κάθε κανονιστική αρχή και από κάθε αξίωση για αυτοσυντήρηση και ισχύ μπορεί να καταστήσει δυνατή τη γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων. Το τίμημα της αξιολογικά ελεύθερης γνώσης είναι η ζωή, γι’ αυτό είναι μηδαμινές οι πιθανότητες να γίνει μια τέτοια γνώση κοινωνικά αποδεκτή.
Στην πνευματική ατμόσφαιρα, την οποία δημιούργησε η κυρίαρχη κανονιστική θεώρηση όλων των αποχρώσεων, κατάντησε να θεωρείται ως κοινοτοπία ανάξια ενός εκλεπτυσμένου στοχασμού ή ως απρέπεια ανεπίτρεπτη μεταξύ μορφωμένων το να θέτει κανείς το στοιχειώδες ερώτημα: γιατί οι κανονιστικές αρχές και οι αξίες δεν επιτέλεσαν στην ίσαμε τώρα ιστορία εκείνο που θα όφειλα να έχουν επιτελέσει προς την κατεύθυνση της αρμονικής συμβίωσης των ανθρώπων με βάση τα όσα επαγγέλλονται και τα όσα λένε οι ίδιες για αυτοδικαιωθούν; Ή ακόμα: πώς μπόρεσαν να τεθούν τόσο πολλές φορές και με τόσο ζήλο στην υπηρεσία επιθετικών ενεργειών και αμοιβαίας εξόντωσης; Τα λυπηρά τούτα γεγονότα δεν μπορεί κανείς να τα αμφισβητήσει, και το δυσάρεστο συναίσθημα, το οποίο γεννούν στους ηθικιστές, αρθρώθηκε με κλασσική ευκρίνεια στα μεγάλα μεταφυσικά συστήματα του παρελθόντος, όπου εκτός από τις θεωρητικές εγγυήσεις για την τελική νίκη του «καλού» προσφέρονται και εξηγήσεις για τη μη πραγματοποίησή της ίσαμε τώρα. Αν στάθηκε δυνατόν να επινοηθούν τέτοιες εξηγήσεις, ο λόγος είναι ότι εντάχθηκαν στο πλαίσιο μιας νοητικής κατασκευής, η οποία ως σύνολο βρισκόταν υπό την αιγίδα της αναμενόμενης ( ίσαμε σήμερα) νίκης του «καλού» και, αντίστοιχα, είτε έβγαζε το «κακό» ανύπαρκτο είτε το ερμήνευε ως ασυνείδητο όργανο πραγμάτωσης του «καλού». Αν αφήσουμε στην άκρη την εσχατολογική πίστη και εξετάσουμε την έως τώρα πρακτική αποτυχία των αξιών με τη βοήθεια κριτηρίων εγγενών, δηλαδή παρμένων από τη θεωρία των αξιών και μόνο, τότε η αποτυχία τούτη θα μας φανεί αίνιγμα. Να το λύσει μπορεί μονάχα μια θεωρία της ανθρώπινης πράξης (και της λειτουργίας του «πνεύματος» εντός της) απαλλαγμένη από όλες τις κανονιστικές αξιωματικές αποδοχές – δηλαδή μια περιγραφική θεωρία της απόφασης. Μια θεωρία με κανονιστικά κίνητρα και κανονιστική έμπνευση δεν μπορεί να εξηγήσει ολοκληρωτικά τους λόγους της πρακτικής της αποτυχίας αν δεν αυτοαναιρεθεί ως αντικειμενική αλήθεια. Εδώ έγκειται η βαθύτερη αιτία, για την οποία οι ηθικιστές κατά το δυνατόν αποφεύγουν να θίξουν το νευραλγικό ζήτημα τούτης της αποτυχίας, μολονότι ακριβώς ένα τέτοιο ζήτημα θα ‘πρεπε να βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ανθρώπων που μοχθούν για το καλό της ανθρωπότητας. Βέβαια, εδώ πρέπει να παρατηρήσουμε το εξής: όταν μιλάμε για πρακτική αποτυχία της κανονιστικής θεώρησης, έχουμε κατά νου την απόσταση ανάμεσα στην ονομαστική αξία των συνειδητών της σκοπών και στα πραγματικά ιστορικά συμβάντα˙ όμως η κανονιστική θεώρηση, σε τούτη ή εκείνη την εκδοχή της, παραμένει παρ’ όλ’ αυτά κοινωνικά επιτυχής, γιατί εκπληρώνει ορισμένες λειτουργίες ολότελα ανεξάρτητες από τον τρόπο με τον οποίον κατανοούν τον εαυτό τους οι εκπρόσωποί της – και μάλιστα η αποτυχία της με την παραπάνω έννοια αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την εκπλήρωση των αντικειμενικών της λειτουργιών και επομένως για την κοινωνική της επικράτηση. Αυτό το φαινομενικό παράδοξο θα πρέπει επίσης να το εξηγήσουμε παρακάτω.
Σ’ αυτήν την πραγματεία πρώτα-πρώτα θα εξετάσουμε την έννοια της απόφασης εν γένει και θα περιγράψουμε τους πρακτικούς καταναγκασμούς μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις, οι οποίοι καθιστούν απαραίτητες τις (κοσμοθεωρητικές) αποφάσεις ως μοναδικό τρόπο αυτοσυντήρησης και διεύρυνσης της ισχύος διαφορετικών εκάστοτε ατομικών και συλλογικών υποκειμένων. Με δεδομένη τη διαπίστωση της καθολικότητας και της ανθρωπολογικής προέλευσης της απόφασης πρέπει να εξηγήσουμε τους λόγους, για τους οποίους η στρατευμένη θεωρία της απόφασης αναγκαστικά παραμένει περιθωριακό φαινόμενο και για τους οποίους οι αποφάσεις επιβάλλονται τουλάχιστον πολύ ευκολότερα όταν συγκαλύπτουν ή αρνούνται το χαρακτήρα τους ως αποφάσεων. Στη συνέχεια θα δείξουμε τη σημασία της δικής μας περιγραφικής θεωρίας της απόφασης για την κατανόηση της δομής προϊόντων του «πνεύματος» και θα ερευνήσουμε την καθοριστική πολεμική έποψη κάθε θεωρίας, ακόμα και της δήθεν καθαρής. Και, τέλος, θα συζητήσουμε το θέμα που θίξαμε ήδη παραπάνω μιλώντας για τις κατά περιεχόμενο προϋποθέσεις της συνεπούς αξιολογικά ελεύθερης θεώρησης, ιδιαίτερα τις αναφερόμενες στην ανθρωπολογία και στην κοινωνιολογία του πολιτισμού, και θα εκθέσουμε μερικές σκέψεις πάνω στο πρόβλημα του Δέοντος.”