Εγγραφείτε στο Newsletter και κερδίστε 10% έκπτωση για την πρώτη σας παραγγελία!

Μάρκος Τρούλης, Η γεωπολιτική του Νταβούτογλου χωρίς τον Νταβούτογλου: Συνέχειες και ασυνέχειες των στρατηγικών πρωτοβουλιών της Τουρκίας

Εντός της παρουσίασής μου, θα αναφερθώ πολύ συνοπτικά στο νταβουτογλιανό «στρατηγικό βάθος» και έπειτα, θα προσπαθήσω να εντοπίσω το βαθμό συνέχειάς του κατά τη διάρκεια και κατά την επαύριον της θητείας του Αχμέτ Νταβούτογλου στις κυβερνητικές θέσεις αρχικά του Υπουργού Εξωτερικών και μετέπειτα του Πρωθυπουργού.
Μια διαδεδομένη ερμηνεία περί την απομάκρυνση του Νταβούτογλου αφορά την εσωτερική μικροπολιτική. Η φράση «όταν μιλάει ο Γιλντιρίμ, ακούμε τον Ερντογάν» είναι ενδεικτική της βούλησης του Τούρκου Προέδρου να έχει συνεργάτες-μαριονέτες αντί προσωπικότητες, οι οποίες θα έθεταν σε αμφισβήτηση το συγκεντρωτικό χαρακτήρα της εξουσίας του. Διαμείβεται ότι ο Νταβούτογλου ζήτησε συνάντηση με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα το Μάρτιο του 2016 μόλις μερικές εβδομάδες μετά την επίσκεψη του ίδιου του Ερντογάν στο Λευκό Οίκο. Το γεγονός αυτό εξελήφθη ως υπονόμευση του δεύτερου. Μάλιστα, ορισμένοι δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί προσκείμενοι στον Ερντογάν προσπάθησαν αργότερα να υποβαθμίσουν την ακαδημαϊκή οντότητα του Νταβούτογλου σημειώνοντας ότι ήταν αποτυχημένος και ευθυνόταν για την ρήξη με την Ρωσία. Επίσης, προσέθεταν ότι η επαναπροσέγγιση με την Ρωσία κατόπιν της απολογητικής επιστολής του Ερντογάν προς τον Πούτιν για την κατάρριψη του ρωσικού βομβαρδιστικού, η διάθεση επαναπροσέγγισης της Αιγύπτου καθότι δεν μπορούσαν να αγνοηθούν πάγια γεωπολιτικά δεδομένα όπως η αξία του Σουέζ και η συμφωνία με το Ισραήλ του Ιουνίου του 2016 συνιστούν ενδείξεις ότι η παρουσία του Νταβούτογλου ήταν εκείνη που δημιουργούσε προβλήματα και όλα αυτά αποτελούν παρελθόν.
Στην ουσία του, το «στρατηγικό βάθος» συνιστά μία πρόταση πολιτικής και στρατηγικής επεκτατικού χαρακτήρα. Ο Νταβούτογλου, μέσω του περιώνυμου βιβλίου του, έρχεται να συμπυκνώσει και να συγκροτήσει μία τυπολογία με άξονα την ρητορεία περί μιας Τουρκίας σε ρόλο Μεγάλης Δύναμης και δυνητικού περιφερειακού ηγεμόνα. Τέτοιου είδους και περιεχομένου φιλοδοξίες από πλευράς της Άγκυρας είναι γνωστές ήδη εδώ και δεκαετίες. Ο Νταβούτογλου, απλά, έρχεται να χρησιμοποιήσει θεωρητικά εργαλεία της γεωπολιτικής, να εισηγηθεί μία συγκεκριμένη μεθοδολογία επίτευξης των στόχων και συνολικά να «νομιμοποιήσει» τις αξιώσεις της Άγκυρας συνδέοντας αυτές με πράξεις. Έτσι, το «στρατηγικό βάθος» γίνεται ένα στρατηγικό πλάνο φορτισμένο και άρα φαινομενικά εκλογικευμένο υπό το φως, μάλιστα, της γεωπολιτικής θεωρίας.
Αναφερόμενος σε «νομιμοποίηση της στρατηγικής», οφείλω να υπενθυμίσω το συχνά λησμονημένο στοιχείο ότι ο νεοοθωμανισμός – στο ιδεολογικό πλαίσιο του οποίου εκδιπλώνεται το «στρατηγικό βάθος» – νοείται επί δύο αλληλένδετων διαστάσεων, ήτοι την εξωτερική και την εσωτερική. Η εξωτερική διάσταση αφορά τις γνωστές ηγεμονικές βλέψεις της Τουρκίας. Η εσωτερική διάσταση, αφορούσα την εμπέδωση εσωτερικής ομοιογένειας, απηχεί επίσης τη δυνατότητα της χώρας να προχωρήσει στον πολλαπλασιασμό της εμπλοκής της στις γειτονικές περιφέρειες. Με απλά λόγια, ο νεοοθωμανισμός συνιστά ένα μοντέλο αποτελεσματικής – διά του ισλαμικού δεσποτισμού – διαχείρισης μιας πολυεθνικής ανθρωπολογίας, η οποία έχει τις βάσεις της στο ιστορικό κεκτημένο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Υπ’ αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία οιουδήποτε ηγεμονικού εγχειρήματος συνδέεται με την εξισορρόπηση των εσωτερικών μετώπων και ειδικά εκείνου με τους Κούρδους. Συνεπώς, η στρατηγική οφείλει να αποκτήσει εσωτερική νομιμοποίηση διά της εξασφάλισης της εσωτερικής συνοχής και με προκείμενο τη νομιμοποίηση των αξιώσεων. Ο Νταβούτογλου δείχνει να αντιλαμβάνεται το διακύβευμα και γι’ αυτό το λόγο, διατυπώνει ένα αφήγημα ως μανδύα του εκπεφρασμένου αναθεωρητισμού του.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Ιωάννης Μάζης, «ο Νταβούτογλου δε σταματά ούτε λεπτό να επικρίνει το εθνικιστικό πρότυπο του εκσυγχρονισμού και της εκκοσμίκευσης που επέβαλε η κεμαλική ελίτ στην τουρκική κοινωνία και καταγγέλλει το προκύψαν κοινωνικό φαινόμενο της «διχασμένης προσωπικότητας» της τουρκικής κοινωνίας. Προτείνει δε τον ανακαθορισμό των περιόδων ιστορικής εξέλιξης των μη-δυτικών (δηλαδή και των ισλαμικών) κοινωνιών στον εικοστό πρώτο αιώνα». Η εν λόγω επισήμανση στηρίζεται στις δύο ακριβώς διαστάσεις του ορισμού του νεοοθωμανισμού. Αφ’ ενός υπογραμμίζεται η λανθασμένη υιοθέτηση του νεωτερικού προτύπου από τον Κεμάλ ως ανεδαφική λόγω του πολυδιάστατου ταυτοτικού προσδιορισμού της ανθρωπολογίας του κράτους και αφ’ ετέρου επισημαίνεται το παράθυρο ευκαιρίας της Τουρκίας προς το μουσουλμανικό κόσμο λόγω της ανολοκλήρωτης διαδικασίας αποαποικιοποίησης. Η αποχώρηση των δυτικών, δηλαδή, δεν υπήρξε οριστική λόγω της συνέχισης ύπαρξης φίλιων προς τη δύση καθεστώτων. Έτσι, οι ισλαμικές κοινωνίες δεν απόλαυσαν μια πραγματική αυτοδιάθεση.
Το «στρατηγικό βάθος» έχει διττή αξία. Από τη μία πλευρά, είναι πρόταση μεγιστοποίησης ισχύος και ως εκ τούτου, αναγιγνώσκεται ως πρόταση ανατροπής της ισορροπίας ισχύος, αποσταθεροποίησης και εν τέλει, ηγεμονισμού. Όπως αναφέρεται από τον καθηγητή Παναγιώτη Ήφαιστο, ο ηγεμονισμός ορίζεται ως «η προσπάθεια ενός ισχυρού κράτους να επιφέρει διεθνείς αλλαγές που αναιρούν τις υψηλές αρχές του διεθνούς δικαίου περί διακρατικής ισοτιμίας, μη επέμβασης και εσωτερικής-εξωτερικής κυριαρχίας. Η διεθνής αλλαγή αφορά ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων όπως, μεταξύ άλλων, αλλαγή συνόρων, μετακινήσεις πληθυσμών, επηρεασμός ή και πλήρης έλεγχος της πολιτικής διακυβέρνησης ενός ανεξάρτητου κράτους, δημιουργία ζωνών επιρροής με την υποδαύλιση περιφερειακών διενέξεων, δημιουργία τεχνητών ευνοϊκών όρων εμπορίου εις βάρος λιγότερο ισχυρών κρατών και καταχρηστικός έλεγχος των πλουτοπαραγωγικών πόρων τους».
Υπό το φως της συγκεκριμένης περιγραφής, το «στρατηγικό βάθος» αποτελεί ηγεμονικό πρόταγμα υπό την έννοια της πρότασης ανατροπής της καθεστηκυίας ισορροπίας ισχύος στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και του Καυκάσου. Έτσι, αντίκειται στις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου όχι υπό το πρίσμα της εφαρμογής ενός θολού νομικιστικού κατεστημένου, αλλά υπό το βάρος ενός παλαιάς κοπής αναθεωρητισμού και αποσταθεροποίησης. Επί παραδείγματι, επικαλείται τις μουσουλμανικές – ή και τουρκογενείς κατά τον ίδιο – μειονότητες εντός της περιφέρειας της Τουρκίας ως εφαλτήρια επέμβασης στα εσωτερικά κυρίαρχων κρατών. Μάλιστα, αναφέρεται στην περίπτωση της Κύπρου και της απόκτησης δικαιωμάτων «εγγυήτριας δύναμης» ως μοντέλο και ένα άριστο προηγούμενο για την Τουρκία. Παρομοίως, δηλαδή, η Άγκυρα οφείλει να επιδιώξει την απόκτηση ενός τέτοιου ρόλου σε μια σειρά περιπτώσεων.
Από την άλλη πλευρά, η οποία είναι η επιστημολογική και μεθοδολογική, το «στρατηγικό βάθος» αποτελεί αμάλγαμα της δυτικής νεωτερικής – υλιστικής – σκέψης και της ανατολικής παράδοσης. Ο Νταβούτογλου επικαλείται τις θεωρίες δυτικής προέλευσης περί του διεθνούς γίγνεσθαι καθώς και τη γεωπολιτική θεωρία δίχως, όμως, να είναι αναλόγως πειθαρχημένος. Εκφράζει μία επιχειρηματολογία με πολλές επιστημολογικά αντιδυτικές πτυχές υπό την έννοια της ένταξης του παρελθόντος στη σύγχρονη παραγωγή πολιτικής και χάραξη στρατηγικής ή της επίκλησης μη μετρήσιμων μεταβλητών. Σταθερά στοιχεία – όπως η γεωγραφία, η δημογραφία, η πολιτειακή συγκρότηση και η οικονομία – μετατρέπονται σε συντελεστές ισχύος και κατ’ επέκταση σε πυλώνες υποστήριξης σύγχρονων κρατικών πολιτικών. Σε απόλυτη συνάρτηση με την κλασική γεωπολιτική εκφράζονται οικονομικές, πολιτισμικές, γλωσσικές, γεωγραφικές και ιστορικές πτυχές πάντοτε στην υπηρεσία του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Τοιουτοτρόπως, τεκμαίρεται ότι χρησιμοποιεί καταφανώς τους πυλώνες της συστημικής γεωπολιτικής ανάλυσης του πολιτισμού και της οικονομίας επιχειρώντας τη διασύνδεσή τους με τον πολιτικό πυλώνα ή και ίσως την υπαγωγή τους σε αυτόν.
Δε μένει στην τυπολογία, αλλά επιχειρεί να εμπλουτίσει την ανάλυσή του με θεωρητικές ακροβασίες με άξονα το Ισλάμ ή μυθικών καταβολών εθνοτικούς προσδιορισμούς δίχως τελικώς να μας απαντά ή να μας δείχνει αν το Ισλάμ αποτελεί διαμορφωτική συνιστώσα εντός της ανάλυσής του ή αποτελεί εργαλείο της τουρκικής εθνικοκρατικής στρατηγικής συμπεριφοράς. Με άλλα λόγια, ο σκοπός είναι η σύσταση ενός μετακρατικού συστήματος στη βάση της ούμα ή η διακηρυχθείσα ισλαμική ενότητα αποτελεί ρητορικό επίχρισμα της ηγεμονικής ανέλιξης του τουρκικού κράτους; Νομίζω πως ισχύει το δεύτερο και τούτο επαληθεύεται είτε μέσω της ιδιοσυστασίας του νεοοθωμανισμού ο οποίος έχει συμπεριλάβει εξελικτικά τον τουρκικό εθνικισμό είτε μέσω της ίδιας της νταβουτογλιανής σκέψης η οποία βρίθει στοιχείων πρόταξης του εθνικού συμφέροντος και της κρατοκεντρικής ανάλυσης.
Εντός της διδακτορικής διατριβής του, η οποία δημοσιεύτηκε στα ελληνικά ως «Εναλλακτικές κοσμοθεωρίες: Η επίδραση της δυτικής και της ισλαμικής κοσμοθεωρίας στην πολιτική θεωρία», ο Νταβούτογλου αναφέρεται στην ενότητα της ισλαμικής κοινωνίας ασκώντας κριτική στη δυτική σκέψη περί του πολιτικού γεγονότος. Εντούτοις, διά του δεύτερου βιβλίου του «Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας» αποθεώνει αυτή ακριβώς τη δυτική σκέψη περί του πολιτικού γεγονότος και επιβεβαιώνει τον υπόρρητο στρατηγικό σκοπό ανάδειξης της Τουρκίας σε «πόλο και άξονα της ισλαμικής αναβίωσης στο «πλανητικό στρατηγικό βάθος» όπου ζουν 1,5 δισεκατομμύριο μουσουλμάνοι». Τοιουτοτρόπως, η επιλογή προσέγγισης της ανατολής συμβάλλει σε αυτό, που αναφέρει ο ίδιος, ως προσπάθεια άρσης της «αποξένωσης ή ακόμη και της αποκοπής ως ένα βαθμό της Τουρκίας από την κουλτούρα, την πολιτική και τις εσωτερικές ισορροπίες της ανατολής».
Το τέλος της αποξένωσης, στο μυαλό πολλών καλοπροαίρετων αναλυτών, σημαίνει την άνθηση των πολιτισμικών σχέσεων, του εμπορίου και της οικονομικής συνεργασίας της Άγκυρας με τα κράτη του μουσουλμανικού κόσμου. Στα μυαλά των Νταβούτογλου και Ερντογάν, αυτό σημαίνει επιβολή και δημιουργία μίας σχέσης σε καμία περίπτωση επί ίσοις όροις, ήτοι μία σχέση, στην οποία «τα προβλήματα θα μηδενίζονται» επειδή η Τουρκία θα ηγεμονεύει. Εξάλλου, η ρητορική περί «μηδενικών προβλημάτων» έγκειται στην ανάγκη της Άγκυρας να εξαλείψει τόσο το φόβο των υπολοίπων κρατών ο οποίος προκύπτει ως οθωμανικό κατάλοιπο όσο και το δικό της φόβο ο οποίος σχετίζεται με τη σαθρή εσωτερική συνοχή της. Συνεπώς, τα «μηδενικά προβλήματα» αποτελούν μια ρητορική επιτυχούς για την Τουρκία στρατηγικής μετάβασης στην κλίμακα της μεγάλης δύναμης υπό την έννοια ότι προσφέρουν το χρονικό περιθώριο μη πρόκλησης αντισυσπειρώσεων.
Η εν λόγω, λοιπόν, οπτική συνεχίζει να υφίσταται και κατά την επαύριον της αποχώρησης του Νταβούτογλου από τις θέσεις εκτελεστικής εξουσίας, τις οποίες κατείχε. Η διαφοροποίηση έγκειται – θα διακινδύνευα να υποθέσω – σε αυτό, το οποίο ο Robert Jervis αποκαλεί «αντίληψη και παρανόηση στη διεθνή πολιτική». Κατ’ ουσία, το επιχείρημα του Jervis αφορά την επιλογή του κατάλληλου momentum για την υλοποίηση μιας συγκεκριμένης στρατηγικής. Το συγκεκριμένο momentum προκύπτει από την αντίληψη ή αντίστροφα την παρανόηση του βαθμού της απειλής ή, θα προσέθετα, του «παραθύρου ευκαιρίας». Η τουρκική στρατηγική συμπεριφορά παρουσιάζει συνέχεια ως προς τον ηγεμονικό χαρακτήρα της με τις ασυνέχειες να είναι κυρίως επιμέρους και σχετιζόμενες με το τακτικό επίπεδο, δηλαδή ως προς την επιλογή του κατάλληλου χρόνου ρήξης και ενδεχομένως σύγκρουσης με συμμάχους ή γειτονικά κράτη.
Η νταβουτογλιανή σκέψη είναι παρούσα ως πρόταση στρατηγικής, ως αποκωδικοποίηση δηλαδή των σκοπών και των μέσων, τα οποία βρίσκονται στη διάθεση της Τουρκίας. Η Τουρκία ακολουθεί την «νταβουτογλιανή στρατηγική» ακόμη και μετά την αποχώρηση του Νταβούτογλου με τους λόγους της συνέπειας αυτής να έγκεινται στην ύπαρξη δομικών παραμέτρων. Το γεγονός, επί παραδείγματι, ότι η Ρωσία αποτελεί γεωστρατηγικά ανταγωνιστικό προς την Τουρκία δρώντα είναι ένα δομικό στοιχείο, καθώς αφ’ ενός υπάρχει το προαιώνιο ζήτημα των Στενών και αφ’ ετέρου η γεωγραφική ζώνη επέκτασης της Τουρκίας αφορά εν πολλοίς το ρωσικό εγγύς εξωτερικό στην περίμετρο της Κασπίας. Άλλο παράδειγμα σχετίζεται με τις σχέσεις Τουρκίας και Ισραήλ. Η Άγκυρα έχει επιλέξει μια συγκεκριμένη στρατηγική εικόνα στην προσέγγιση της Μέσης Ανατολής, η οποία συνυφαίνεται με το ριζοσπαστικό Ισλάμ και τον αντισημιτισμό. Η στρατηγική εικόνα παράγει εξ ορισμού κύρος και αξιοπιστία και προς τούτο, η δόμησή της απαιτεί χρόνο και προσήλωση. Η λογική, συνεπώς, της ρυθμικής διπλωματίας και των παλινωδιών δε δύναται να παραμείνει ατιμώρητη στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής και του Ισραήλ.
Αν κάποιος δει επισταμένα τις κατά καιρούς δηλώσεις του Ερντογάν, θα αντιληφθεί ότι στηρίζει την επιχειρηματολογία του και νομιμοποιεί τις αξιώσεις του υπό το πρίσμα των γλωσσικών, ιστορικών, θρησκευτικών, πολιτισμικών και εν τέλει, οθωμανικών δεσμών της Τουρκίας με τις γειτονικές περιφέρειές της. Η νταβουτόγλεια πρόταση του «Στρατηγικού Βάθους» έγκειται ακριβώς στο πως οι προαναφερθέντες δεσμοί μετατρέπονται – και οφείλουν να μετατραπούν σε στρατηγικά συμφέροντα που νομιμοποιούν τη διείσδυση της Τουρκίας σε αυτά τα εδάφη τα οποία, μάλιστα, δεν είναι απαραιτήτως πρώην οθωμανικά. Αυτή η περιγραφή συνιστά την εμπεδωμένη στρατηγική εικόνα της Τουρκίας ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια, η οποία συνοδεύεται πλέον από μία βελτίωση της θέσης της στην περιφερειακή κατανομή ισχύος. Συνεπώς, ένα ακόμη συμπέρασμα αφορά το γεγονός ότι ο τουρκικός ηγεμονισμός παρωθείται – μεταξύ άλλων – από το δομικό χαρακτηριστικό της ισχυροποίησης του τουρκικού κράτους εν σχέσει με τους περιφερειακούς ανταγωνιστές του.
Οι σημαντικές προκλήσεις για την Τουρκία και ο επιτακτικός χαρακτήρας υιοθέτησης ενός πλαισίου ορισμού των σκοπών της υψηλής στρατηγικής σκιαγραφήθηκαν από τον πρίγκιπα Μοχάμεντ Αλ-Φεϋζάλ της Σαουδικής Αραβίας ήδη από το 1989, ήτοι λίγο πριν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Κατ’ αντιστοιχία με τα διακυβεύματα εκείνης της περιόδου, σημείωνε ότι «η Τουρκία δεν μπορεί να συνεχίζει επί μακρόν να παίζει διπλό ρόλο, πρέπει να αποφασίσει ή να εξελιχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του μουσουλμανικού κόσμου ή να συνδεθεί με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα». Αυτή είναι η συμπύκνωση του όλου επιχειρήματος περί του γιατί η ρυθμική διπλωματία του Νταβούτογλου, καθώς και τα περίφημα «μηδενικά προβλήματα» είναι χωρίς αντίκρισμα ιδιαίτερα στην περίπτωση της Μέσης Ανατολής. Πάντως, οι στρατηγικοί σκοποί παραμένουν αμετάβλητοι με άξονα την ηγεμονική επιβολή και άρα, η απομάκρυνση του Νταβούτογλου δυσκόλως εξηγείται από ενδεχόμενες διαφορετικές προτεραιότητες στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής. Η τουρκική στρατηγική συμπεριφορά παρουσιάζει μια συνέχεια, καθώς ο ορισμός των σκοπών και των μέσων είναι σταθερός, ενώ οι διαφορές έγκεινται στην τακτική διαχείριση των σχέσεων της χώρας με τους συμμάχους και τους αντιπάλους της. Ωστόσο, όπως υπογραμμίσθηκε, η διάσταση στο τακτικό επίπεδο δεν επήλθε λόγω της αποχώρησης του Νταβούτογλου αλλά αυτή ήρθε μάλλον να εξιλεώσει επικοινωνιακά και διαχειριστικά τα συνεχόμενα λάθη του ιδίου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
*Σημειώσεις προφορικής εισήγησης σε Συνέδριο

Κύλιση στην κορυφή