Εγγραφείτε στο Newsletter και κερδίστε 10% έκπτωση για την πρώτη σας παραγγελία!

Ν. Ραπτόπουλος: Θολό το τοπίο στη μετά Ερντογάν εποχή

Τα βίντεο με τον Τούρκο Πρόεδρο να παραπαίει, να δυσκολεύεται να μιλήσει και να μην μπορεί να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά, το τελευταίο διάστημα, διαδέχονται το ένα μετά το άλλο πυροδοτώντας έντονες εικασίες για την κατάσταση της υγείας του. Ανεξαρτήτως, όμως, αν οι πληροφορίες που τον θέλουν βαριά άρρωστο είναι αληθινές ή όχι, η ουσία είναι ότι ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Έχοντας συμπληρώσει σχεδόν δύο δεκαετίες στην εξουσία, ο ισχυρός άντρας της Τουρκίας είναι στριμωγμένος καθώς η δημοτικότητά του συνεχώς μειώνεται, ενώ η αμφισβήτηση στο πρόσωπό του γίνεται όλο και πιο έντονη, όπως καταδεικνύουν και οι δημοσκοπήσεις. Η υποστήριξη στο κυβερνών Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχει μειωθεί περί τις 10 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με πριν από μία τριετία και κυμαίνεται πλέον σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, μεταξύ 30% και 33%. 

Πίσω από αυτή τη δυσαρέσκεια κρύβεται η κακή κατάσταση της οικονομίας, εκτιμά στη συνέντευξή του στοn «Φ», ο Νικόλαος Ραπτόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Ευρωπαϊκών και Διεθνών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Πειραιά, υποδεικνύοντας πως ο τουρκικός λαός ξαναζεί μέρες οικονομικής κρίσης του 2000, με τη λίρα να χάνει καθημερινά την αξία της, τον πληθωρισμό να ανεβαίνει και την ανεργία να καλπάζει. Παρόλα αυτά ο Ταγίπ Ερντογάν είναι αποφασισμένος να διεκδικήσει ξανά τον προεδρικό θώκο στις εκλογές του 2023, μια ημερομηνία ορόσημο για τη χώρα.

Στην Τουρκία, πάντως, έχει ανοίξει η συζήτηση για τη μετά Ερντογάν εποχή, η οποία προμηνύεται εξαιρετικά δύσκολη. Ο Τούρκος Πρόεδρος φρόντισε να μην υπάρχει διάδοχη κατάσταση μέσα στο κυβερνών κόμμα, με αποτέλεσμα ένας εξοντωτικός αγώνας μεταξύ των επιφανών μελών του για το ποιος θα τον διαδεχθεί να θεωρείται βέβαιος. Όπως αναφέρει ο Έλληνας ειδικός, πρόκειται για ένα παιχνίδι πολιτικής ισχύος στις τάξεις της ισλαμικής παράταξης που φέρει συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά και που ενδεχομένως να είναι μια μάχη μέχρις εσχάτων. Την ίδια στιγμή η αντιπολίτευση δεν φαίνεται ικανή να τον απειλήσει. Αν και έχουν γίνει κάποιες κινήσεις, ώστε να διαμορφωθεί ένα κοινό μέτωπο, εντούτοις τα αντιπολιτευόμενα κόμματα έχουν μεγάλες και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους.

Κύπρος και Ελλάδα παρακολουθούν πάντως τις εξελίξεις στην Τουρκία με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Ο διεθνής παράγοντας υποδεικνύει ο Νικόλαος Ραπτόπουλος θα μπορούσε, βεβαίως, να διαδραματίσει έναν καθοριστικότερο ρόλο και να είναι πιο επικριτικός απέναντι σε μια χώρα που δεν σέβεται το διεθνές δίκαιο. Καθώς κάτι τέτοιο δεν γίνεται Λευκωσία και Αθήνα οφείλουν να συνεχίσουν να επιδιώκουν με την ίδια συνέπεια τις στρατηγικές εσωτερικής ενδυνάμωσης και εξωτερικής εξισορρόπησης απέναντι στις τουρκικές απειλές.

-Λέγεται το τελευταίο διάστημα πως ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται στο λυκόφως, λίγο πριν το τέλος της διαδρομής του. Ποια είναι η δική σας άποψη;

-Ο Ταγίπ Ερντογάν σταδιοδρόμησε σε έναν εξαιρετικά απαιτητικό πολιτικό στίβο με πολλές ιδιαιτερότητες. Από τη δεκαετία του 1970 κινήθηκε στις τάξεις του ισλαμικού κινήματος με ηγέτη τον Νετζμετίν Έρμπακαν. Ανήλθε στην ιεραρχία παρά τις δυσκολίες. Κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την κατάρρευση του τουρκικού πολιτικού συστήματος το 2001, ίδρυσε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (Κ.Δ.Α.) και αναρριχήθηκε στην εξουσία. Συμπληρώνει, σύντομα, δύο δεκαετίες στην πρώτη γραμμή. Υπήρξε αρκετά φιλόδοξος και ενεργητικός ως ηγέτης. Από τις εκλογές του Ιουλίου 2018 ασκεί εξουσία χάρη σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας που στηρίζεται στους υπερεθνικιστές. Πολλές από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική οφείλονται στις εμμονές, το πείσμα και τις υπέρμετρες φιλοδοξίες του. Η φθίνουσα πορεία που φαίνεται να διανύει αυτή την περίοδο, είναι φυσικό επακόλουθο αυτής της μάλλον ανορθόδοξης πορείας, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν έλαβε σοβαρά υπόψη τις δυνατότητες ούτε του ιδίου ούτε και της παράταξής του.

-Έχουν βάση οι φήμες και οι πληροφορίες που τον φέρουν αρκετά άρρωστο σε σημείο που να μην κατορθώσει ίσως να ολοκληρώσει τη θητεία του;

-Η ασθένειά του είναι γνωστή ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε διένυε μόλις την πέμπτη δεκαετία της ζωής του. Οι δυσκολίες που παρατηρούνται στις δημόσιες εμφανίσεις και λόγους του στις μέρες μας, είναι απόρροια πέραν της επιβαρυμένης υγείας του και άλλων παραγόντων, όπως η φυσική γήρανση, η πίεση που ασκεί το αξίωμά του. Ο ίδιος, πάντως, φαίνεται αποφασισμένος να επιδιώξει και δεύτερη θητεία στον προεδρικό θώκο.

-Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει φροντίσει να μην υπάρχει κάποιος ισχυρός για να τον διαδεχθεί μέσα στο Κ.Δ.Α. Θα δούμε το κυβερνών κόμμα να εισέρχεται σε μια φάση εσωστρέφειας και ενός εξοντωτικού αγώνα μεταξύ των επιφανών μελών του για το ποιος θα γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη; 

-Πρόκειται για ένα παιχνίδι πολιτικής ισχύος στις τάξεις της ισλαμικής παράταξης που φέρει συγκεντρωτικά χαρακτηριστικά. Δεν νοείται ηγέτης που δεν είναι ισχυρός, ενώ και η πορεία των κομματικών στελεχών ορίζεται από τα σχέδια του ηγέτη. Αυτά είναι τα νεοοθωμανικά πρότυπα διακυβέρνησης μέσα από τα οποία θα προκύψει ο νέος «χαλίφης». Το κυβερνών κόμμα ήδη έχει περιέλθει στη φάση που αναφέρατε. Αρκεί να διαπιστώσει κανείς πόσα από τα ιδρυτικά στελέχη του Κ.Δ.Α. διατηρούν ακόμη ένα σχετικά ενεργό ρόλο στις τάξεις του. Η πλειονότητα των εν λόγω στελεχών έχει παραγκωνιστεί. Παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης είναι εκείνη του Αλί Μπαμπατζάν, ο οποίος είχε αναλάβει πολλά χαρτοφυλάκια (Εξωτερικών, Οικονομίας κ.λπ.). Παρά τον σημαντικό του ρόλο, τέθηκε στο περιθώριο και αυτή τη στιγμή ηγείται του κόμματος «Δημοκρατίας και Προόδου». Το ίδιο συνέβη και με τα συγγενικά του πρόσωπα, όπως ο γαμπρός του Μπεράτ Άλμπαϊρακ, για τον οποίο είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι θα τον διαδεχθεί. Μετά τον Ταγίπ Ερντογάν, εφόσον δεν προλάβει να ορίσει τον διάδοχό του, το Κ.Δ.Α. θα βιώσει έντονες ενδοκομματικές αντιπαραθέσεις προκειμένου να αναδείξει τον νέο ηγέτη του. Πρωταγωνιστικό ρόλο στις διαδικασίες διαδοχής θα παίξουν όσοι κατέχουν θέσεις εξουσίας, όπως ο αντιπρόεδρος, υπουργοί, επικεφαλής οργανισμών και θεσμών, και επιφανή στελέχη του κόμματος.

-Στα περισσότερα θέματα τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν μεγάλες και βαθιές διαφορές. Θα μπορέσουν να συνασπιστούν πίσω από έναν υποψήφιο, ικανό να σταθεί ισάξια απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν με φόντο τις επόμενες προεδρικές εκλογές;

-Οι ιδεολογικές – και όχι μόνο – διαφορές των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι υπεύθυνες για την καθυστέρηση στην ανάπτυξη μιας σοβαρής στρατηγικής συνεργασίας απέναντι στο κυβερνών κόμμα. Τα δύο σημαντικότερα το επιχείρησαν το 2018 χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Οι συνθήκες, όμως, έχουν αλλάξει και τα ποσοστά του άτυπου συνασπισμού ισλαμιστών-ακροδεξιών (Κ.Δ.Α.-Κόμμα Εθνικιστικού Κινήματος, Κ.Ε.Δ.) διολισθαίνουν – γι’ αυτό σχεδιάζεται να μειωθεί και το όριο του εκλογικού κατωφλίου. Πρόσφατα, οι ηγέτες των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης επιχείρησαν να συνεννοηθούν για την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσουν. Φαίνεται ότι τουλάχιστον η κεμαλική παράταξη δηλαδή το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (Ρ.Λ.Κ.) και το ακροδεξιό «Καλό Κόμμα» έχουν δρομολογήσει τις απαραίτητες διαδικασίες προκειμένου να οριστεί κοινός υποψήφιος για τις προεδρικές του 2023. Το πιθανότερο είναι ότι θα οριστεί υποψήφιος ευρείας αποδοχής που θα εξασφαλίσει την στήριξη και των υπόλοιπων κομμάτων της αντιπολίτευσης. Έως τότε, όμως, κανείς θα πρέπει να αναμένει ανακατατάξεις σε αμφότερα τα στρατόπεδα.

-Πώς θα διαμορφωθεί η επόμενη μέρα στην Τουρκία χωρίς τον Ταγίπ Ερντογάν; Ποιες αλλαγές πρέπει να περιμένουμε χωρίς τον ηγέτη που καθόρισε τη μοίρα της χώρας τα τελευταία 20 χρόνια;

-Με το πέρασμα στο προεδρικό σύστημα έχουν αναδιαμορφωθεί οι πολιτικές δομές της χώρας με τρόπον ώστε η διάκριση των εξουσιών να εξασθενεί ολοένα και περισσότερο. Το αν οι αλλαγές που θα επέλθουν στη χώρα μετά τον Ταγίπ Ερντογάν θα είναι ομαλές ή όχι, θα εξαρτηθεί από το ποιος κατέχει την εξουσία. Στην περίπτωση που αυτή παραμείνει στις τάξεις της ισλαμικής παράταξης και των συμμάχων της, οι όποιες αλλαγές θα εξυπηρετούν τις ανάγκες του νέου κατόχου της εξουσίας. Αν αυτή περιέλθει στην αντιπολίτευση, δεν είναι λίγοι εκείνοι στις τάξεις της που επιθυμούν την επιστροφή στο κοινοβουλευτικό μοντέλο, όπου ο Πρόεδρος είχε ένα συμβολικό ρόλο. Αυτό που απαιτείται, ωστόσο, είναι μια ριζική αλλαγή νοοτροπίας που θα επιτρέψει τη δημοκρατική διακυβέρνηση της Τουρκίας.

Επί του παρόντος, στα πράγματα επικρατεί – με ευθύνη της στρατιωτικής ηγεσίας της δεκαετίας του 1980 – η παράδοση των εξωσυστημικών κομμάτων που κάποτε τελούσαν υπό διωγμό. Ας μην ξεχνάμε ότι στις ημέρες μας δημοκρατικά εκλεγμένοι εκπρόσωποι κομμάτων, όπως εκείνοι του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (Δ.Κ.Λ.), αντιμετωπίζουν ποινές φυλάκισης. Έως πριν από λίγους μήνες το Ρεμπουπλικανικό Κόμμα απέφευγε να συνάψει σχέσεις με το Δ.Κ.Λ. παρά το γεγονός ότι ο Εκρέμ Ιμάμογλου, ο υποψήφιος του στις δημοτικές εκλογές της Κωνσταντινούπολης το 2019, επικράτησε εκείνου της ισλαμικής παράταξης, του πρώην πρωθυπουργού Μπιναλί Γιλντιρίμ, με τις ψήφους του φιλοκουρδικού κόμματος. Αντιλαμβανόμενοι την εκλογική ισχύ της κουρδικής παράταξης, που δεν μπορεί κανείς να συνεχίσει να την αγνοεί αν θέλει να κυβερνήσει, οι κεμαλιστές έκαναν ορισμένα δειλά βήματα προς αυτήν. Η πορεία που ακολουθεί, ωστόσο, το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας μετά τις εκλογές βίας και νοθείας του 2015, δεν αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια για αισιοδοξία.

Νεοοθωμανικές οι βλέψεις την τελευταία δεκαετία

-Η Τουρκία τα τελευταία χρόνια έχει απλώσει την τράπουλα σε Λιβύη, Ανατολική Μεσόγειο, Συρία, Καύκασο ακόμη και στο Αφγανιστάν. Τι έχει κερδίσει και τι έχει χάσει από αυτή την πολιτική;

-Τα ανοίγματά στη Συρία, τη Λιβύη, και τον Καύκασο έρχονται να επιβεβαιώσουν την επεκτατική και επιθετική πολιτική που ακολουθεί η νεοοθωμανική ηγεσία την τελευταία δεκαετία. Οι πολιτικές που εφάρμοσε απέναντι στα εν λόγω κράτη και περιοχές ανέτρεψαν τη στρατηγική εικόνα μιας ειρηνικής και αξιόπιστης χώρας που ήθελε να προβάλει. Τα όποια οφέλη θέλει να διατηρεί επί του πεδίου, τελούν υπό την αίρεση της σύμφωνης γνώμης των μεγάλων δυνάμεων με τις οποίες η Άγκυρα αποδεδειγμένα δεν τηρεί πια άριστες σχέσεις, και δεν αντισταθμίζονται με τις απώλειες που υπέστη σε οικονομικό, διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο. Η στρατηγική ανέλιξης σε περιφερειακή δύναμη δεν περνά μόνο από την άσκηση βίας απέναντι σε αποτυχημένα, αδύναμα ή μικρά κράτη…

Η Τουρκία ανατολίτικη και δεσποτική

-Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει βγάλει την Τουρκία από το μαντρί της Δύσης, προωθώντας όλο και μια πιο ισλαμιστική πορεία. Σε περίπτωση αλλαγής ηγεσίας της χώρας να περιμένουμε μια διαφορετική πολιτική ή οριστικά πλέον η Τουρκία ανήκει στην Ανατολή;

-Η σύγχρονη Τουρκία κατέχει μια ιδιαίτερη θέση στη στρατηγική της Δύσης λόγω της γεωγραφικής εγγύτητάς της με το αντίπαλο δέος. Αυτή η θέση, της είχε εξασφαλίσει και την ένταξη στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Η ίδια, ωστόσο, δεν απώλεσε ποτέ τα ανατολικά της χαρακτηριστικά παρά τις φιλόδοξες, αλλά επιφανειακές, προσπάθειες εκδυτικισμού τις πρώτες δεκαετίες ύπαρξής της. Η δεσπόζουσα νοοτροπία, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος σήμερα, φαίνεται ότι παραμένει ανατολική και δεσποτική. Η ανάπτυξη σχέσεων με τον ισλαμικό κόσμο, όπως και με άλλες μη δυτικές μεγάλες δυνάμεις, επιδιώχθηκε για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της χώρας και ως μέσο αναβάθμισης και ανέλιξής της στο διεθνές σύστημα. Στην περίπτωση αλλαγής ηγεσίας, η ακολουθούμενη πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική δεν πρόκειται να διακοπεί. Στο τουρκικό πολιτικό σύστημα προτεραιότητα έχει η επιβίωση του «διαιώνιου κράτους» και όχι τόσο η πολιτική έκφρασή του. Ενδεχομένως να τηρηθούν τα προσχήματα στις σχέσεις με ορισμένες κατηγορίες κρατών, όπως τα ισλαμικά, ενώ να δοθεί έμφαση σε άλλα. Η εξωτερική πολιτική θα συνεχίσει να υπακούει στα κελεύσματα του εθνικού συμφέροντος.

-Υπάρχουν κάποια δείγματα ότι η ισχύς του Τούρκου ηγέτη έχει αρχίσει να υποχωρεί. Πιστεύετε πως αυτό θα έχει οποιεσδήποτε συνέπειες στην εξωτερική πολιτική; Και συγκεκριμένα τι μπορεί να σημαίνει για Κύπρο και Ελλάδα;

-Είναι γνωστό τοις πάσι ότι η χώρα κυβερνάται από ένα αυταρχικό καθεστώς. Η αυταρχικότητα αυτή καθιστά τον Ερντογάν ισχυρό τόσο στην άσκηση εσωτερικής όσο και εξωτερικής πολιτικής, επιτρέποντάς του να επιδιώξει τους πολιτικούς στόχους που έχει θέσει. Ο διεθνής παράγοντας θα μπορούσε, βεβαίως, να διαδραματίσει έναν καθοριστικότερο ρόλο. Ωστόσο, οι περίπλοκες σχέσεις αλληλεξάρτησης που έχουν αναπτυχθεί με την Τουρκία, τον περιορίζουν σε συστάσεις και υποδείξεις. Έτσι, αντί να οδηγηθεί ο Τούρκος Πρόεδρος σε πιο συναινετικές λύσεις, οδηγείται στην υιοθέτηση μιας άτεγκτης και σκληρής στάσης, όπως είδαμε και στην πρόσφατη κρίση με τους δέκα πρέσβεις. Η Αθήνα και η Λευκωσία οφείλουν να συνεχίσουν να επιδιώκουν με την ίδια συνέπεια τις στρατηγικές εσωτερικής ενδυνάμωσης και εξωτερικής εξισορρόπησης απέναντι στην υπαρκτή απειλή. Ο εκνευρισμός της τουρκικής ηγεσίας, ο οποίος εκφράζεται κάθε τόσο με υποτιμητικές ή εριστικές δηλώσεις, επιβεβαιώνει ακριβώς την ορθότητα αυτών των στρατηγικών επιλογών.

-Οι σχέσεις της Άγκυρας και της Ουάσιγκτον μπορούν το τελευταίο διάστημα να χαρακτηριστούν το λιγότερο ταραχώδεις. Είδαμε όμως πως στο πλαίσιο των G20 Ο Ταγίπ Ερντογάν συναντήθηκε με τον Τζο Μπάιντεν. Πως θα κυμανθούν οι σχέσεις των δύο χωρών το επόμενο διάστημα και πως αυτό επηρεάζει την Κύπρο και την Ελλάδα;

-Η πρόσφατη κρίση μεταξύ Τουρκίας και Η.Π.Α. δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε και η τελευταία. Η πολιτική του Ταγίπ Eρντογάν υπονομεύει ευθέως τη συνοχή και τη διαλειτουργικότητα των αμυντικών συστημάτων της συμμαχίας. Η αγορά των S-400 παραβίασε τις κόκκινες γραμμές του ΝΑΤΟ με αποτέλεσμα ο Αμερικανός Πρόεδρος να υιοθετήσει αυστηρότερη στάση απέναντι τον Τούρκο ομόλογό του, αρνούμενος να του παραχωρήσει ακόμη και συνάντηση. Ο τερματισμός της κρίσης πρέπει να εξαρτηθεί πρωτίστως από το αν ο Τούρκος ηγέτης θα δείξει καλή πίστη, εγκαταλείποντας τη νεοοθωμανική ψευδαίσθηση υπεροχής. Ο ίδιος, πάντως, απέδειξε ότι είναι ικανός να αλλάξει στάση απέναντι σε χώρες πολύ ισχυρότερες από την Τουρκία (Ρωσία και Ισραήλ το 2016). Δεν είναι σίγουρο, όμως, ότι θα αποδεχθεί με την ίδια ευκολία την ανάπτυξη των ελληνοαμερικανικών και ελληνογαλλικών σχέσεων που οδηγούν και στην αναβάθμιση της στρατηγικής θέσης της Ελλάδος στην ΝΑ Ευρώπη. Σε κάθε περίπτωση, το συμφέρον της Αθήνας και της Λευκωσίας υπαγορεύει την καλλιέργεια των σχέσεων τόσο με την Ουάσιγκτον όσο και με άλλα κέντρα ισχύος βάσει της αρχής της αμοιβαιότητας.

Καταλύτης εξελίξεων η οικονομία

-Η τουρκική οικονομία είναι αντιμέτωπη με την ύφεση. Πώς μεταφράζεται αυτό για τους Τούρκους πολίτες και τις επιχειρήσεις;

-Ο τουρκικός λαός ξαναζεί μέρες οικονομικής κρίσης του 2000. Με το τουρκικό νόμισμα να χάνει καθημερινά την αξία του (ισοτιμία 1$=9,5342 ΝΤΛ, 2α Νοεμβρίου 2021), τον πληθωρισμό (19,58% τον Σεπτέμβριο του 2021) και την ανεργία (12,1% τον Αύγουστο του 2021) να καλπάζουν, η καθημερινότητα του απλού ανθρώπου έχει γίνει πολύ δύσκολη. Ας σημειωθεί ότι η ηγεσία μόλις πριν λίγες ημέρες διέρρευσε ότι πρόκειται να παρασχεθεί υποστήριξη στα κατώτερα στρώματα. Ο λαός απογοητεύεται, επίσης, όταν διαπιστώνει ότι ορισμένα κυβερνητικά στελέχη είναι πολυθεσίτες με παχυλούς μισθούς ή ότι ο Πρόεδρος χρησιμοποιεί το δημόσιο χρήμα για να ζει πλουσιοπάροχα. Οι δε επιχειρηματίες, ενώ έχουν σχέδια, δεν έχουν πρόσβαση σε δάνεια, αρκετοί έχουν χρέη σε συνάλλαγμα, ο δείκτης τιμών παραγωγού παραμένει στα ύψη (45,52% τον Αύγουστο 2021), και, βεβαίως, επικρατεί αδιαφάνεια στους δημόσιους διαγωνισμούς.

-Η φτώχεια συνεχώς αυξάνεται και η δυσαρέσκεια των πολιτών διογκώνεται. Λέγεται συχνά πως η οικονομία κερδίζει εκλογές. Θα σταθεί η άσχημη οικονομική κατάσταση της Τουρκίας καταλύτης πολιτικών εξελίξεων;

-Η οικονομία είναι από τους καθοριστικότερους συντελεστές ισχύος μιας χώρας. Το κυβερνών κόμμα ήρθε στην εξουσία το 2002 με το σύνθημα «Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη», όπως υποδηλώνει και το όνομά του. Στις μέρες μας, όμως, η ηγεσία του ακολουθεί μια αλλοπρόσαλλη οικονομική πολιτική που αντιβαίνει στους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Ο Tούρκος Πρόεδρος επεμβαίνει πολύ συχνά στην Κεντρική Τράπεζα για να χαράξει τη νομισματική πολιτική της, διατηρώντας χαμηλά τα επιτόκια. Έτσι πιστεύει ότι θα καταστεί φθηνότερος ο δανεισμός των επιχειρηματιών, θα αυξηθεί η παραγωγή και θα πλουτίσει ο λαός. Κατά προέκταση, προσδοκάει την ψήφο του λαού στις επερχόμενος εκλογές. Η οικονομική πραγματικότητα, όμως, όπως είπαμε, είναι δραματική. Η φτώχεια και η πείνα δεν οδηγούν σε εκδήλωση επανάστασης, αλλά σίγουρα απομακρύνουν τον ψηφοφόρο από το κυβερνών κόμμα. Αυτό διατηρείται στην εξουσία χάρη στους σκληρούς μηχανισμούς ελέγχου που εγκαθιδρύθηκαν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του 2016 και την εφαρμογή του Προεδρικού συστήματος το 2018.

Πηγή: philenews.com

Σχετικά βιβλία των Εκδόσεων Ποιότητα

  

Κύλιση στην κορυφή