*Ο Διονύσης Τσιριγώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας στο Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, του Πανεπιστημίου Πειραιώς
Ἡ συμπλήρωση τῆς ἑκατονταετηρίδας ἀπό τήν ἐκρίζωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀσιατικῆς Ἑλλάδας δέν μπορεῖ παρά νά γεννᾶ εὐρύτερα ἐρωτήματα γιά τήν ἀναγκαιότητα-ἐφικτότητα τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτικοστρατιωτικοῦ ἐγχειρήματος.Αὐτό γιατί τά ἱστορικά γεγονότα ναί μέν εἶναι μοναδικά, ἀλλά συνάμα εἶναι καί παρόμοια, μέ ἀπότοκο ἡ μελέτη τους νά συνιστᾶ μιά σύνθετη διανοητική διαδικασία, ἡ ὁποία ὀφείλει νά στοχεύει στήν ἀξιολογικά οὐδέτερη περιγραφή τῶν αἰτίων καί τῶν ἀποτελεσμάτων τους, ὑπό τό πρῖσμα τοῦ ἑκάστοτε χωροχρονικοῦ καί γεωπολιτικοῦ πλαισίου τῆς γένεσης καί ἐξέλιξής τους. Γιατί, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Ἔντουαρντ Κάρ:«Τό πρόβλημα μέ τή σύγχρονη ἱστορία εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι θυμοῦνται τήν ἐποχὴ πού τά διάφορα ἐνδεχόμενα ἦταν ἀκόμη ἀνοιχτά, καί γι’ αὐτό δυσκολεύονται νά υἱοθετήσουν τή στάση τοῦ ἱστορικοῦ, γιά τόν ὁποῖο τά γεγονότα εἶναι τετελεσμένα. Πρόκειται γιά ἀντίδραση σαφῶς συναισθηματική καί ἐντελῶς ἀνιστορική, πού ὡστόσο ἔχει τροφοδοτήσει σέ μεγάλο βαθμό τίς πρόσφατες ἐπιθέσεις καί κριτικές κατά τοῦ ὑποτιθέμενου “ἱστορικοῦ ἀναπόφευκτου”».
Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς προβληματικῆς θά ἐπιχειρήσουμε νά διερευνήσουμε τό πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα «ἱστορικοῦ ἀναπόφευκτου», τήν πολιτική ἀπόφαση τοῦ Ἐλευθέριου Βενιζέλου «γιά τήν ἐπέκταση τῆς ἑλληνικῆς κυριαρχίας στή Μικρά Ἀσία» τόν Μάϊο τοῦ 1919. Ὡς συνέχεια καί ἀπόληξη τοῦ ἀγῶνα τῆς Παλιγγενεσίας, ἡ προβολή τῆς ἑλληνικῆς πολιτικῆς κυριαρχίας στήν περιοχή τῆς Σμύρνης ὁδηγεῖ στό ἀέναο ἐρώτημα ἐάν ἦταν πολιτικοστρατηγικά ἐπιβεβλημένη καί ὀρθολογικά ὑπολογισμένη ἡ ἐν λόγω ἀπόφαση ἤ ἐμπεριεῖχε ἐκ προοιμίου τόν σπόρο τῆς καταστροφῆς της.
Μέ μιά πρώτη ἀνάγνωση τῶν ἱστορικῶν γεγονότων, εὔκολα θά μπορούσαμε νά καταλήξουμε στήν ὑπόθεση ὅτι «ἡ ἀπόβαση τῶν ἑλληνικῶν δυνάμεων στή Σμύρνη ὑπῆρξε ἀπόφαση μοιραία γιά τόν Ἑλληνισμό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας».Ὡστόσο σέ μιά βαθύτερη ἀποτίμηση τῶν ἱστορικῶν, στρατηγικῶν καί πολιτικῶν παραμέτρων ἡ ἀπάντηση πού δίδετε εἶναι καθολικά διαφορετική.
Γιά μιά σειρά ἀπό λόγους καί αἰτίες πού συνδέονται μέ τίς στρατηγικές προτεραιότητες τῶν Μεγάλων Δυνάμεων ἀναφορικά μέ τήν ἐπίλυση τοῦ Ἀνατολικοῦ ζητήματος – ὁλοκληρωτική ἀποδιάρθρωση τῆς Ὀθωμανικῆς Αυτοκρατορίας – καί τή διαμορφωθεῖσα κατανομή ἰσχύος στή Μικρά Ἀσία μετά τό τέλος τοῦ Α΄ Π.Π., ἡ πολιτικοστρατιωτική ἐμπλοκή τῆς Ἑλλάδας στήν Ἰωνία δέν ἦταν ἐκ προοιμίου ἀπαγορευτική. Ἀφετηριακά θά πρέπει νά ἐπισημανθοῦν τά παράθυρα εὐκαιριῶν πού διανοίγονταν μέ τήν ἧττα τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας στόν Α΄ Π.Π. καί τόν συνακόλουθο διαμελισμό τῶν ἐδαφῶν της μεταξύ τῶν νικητριῶν δυνάμεων τῆς Ἀντάντ κατά τό γράμμα τῆς Συνθήκης τῶν Σεβρῶν (1920). Προηγουμένως ἡ ἀπόφαση τοῦ διασυμμαχικοῦ συμβουλίου (ὑπό τήν ἀπουσία τῆς Ἰταλίας) γιά ἀποστολή ἑλληνικῶν στρατιωτικῶν δυνάμεων στή Σμύρνη ἐν εἴδει τοποτηρητῆ τῶν πολιτικῶν-οἰκονομικῶν τους συμφερόντων (Μάϊος 1919) δημιουργοῦσε ἕνα ἀναμφίλεκτο πολιτικό-στρατηγικό ἔρεισμα γιά τήν πραγμάτωση τοῦ ἀέναου ἐθνικοῦ στόχου τῆς Μεγάλης Ἰδέας. Τοιουτοτρόπως τό ἰσοζύγιο ἰσχύος ἔκλινε πρός τήν Ἑλληνική πλευρά. Δέν εἶναι μόνο οἱ ὅροι τῆς ἀνακωχῆς τοῦ Μούδρου (Ὀκτώβριος τοῦ 1918) πού ὁδηγοῦσαν στήν ἀποδιάρθρωση τῆς ναυτικῆς-στρατιωτικῆς ἰσχύος καί στόν ἐδαφικό διαμελισμό τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀλλά καί τό ἀναμφίλεκτο συγκριτικό πλεονέκτημα τῆς Ἑλλάδας – ὁ ναυτικός ἔλεγχος τοῦ Αἰγαίου – πού καθιστοῦσε δυνατή τή θαλάσσια διασύνδεση τῆς Σμύρνης μέ τόν Πειραιᾶ.
Πέρα καί πάνω ἀπό τά ἀνωτέρω παράθυρα εὐκαιριῶν πρόβαλλε τό ζωτικό συμφέρον τῆς Ἑλλάδας γιά τήν προάσπιση τοῦ συμφέροντος ἐπιβίωσης τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῆς Ἰωνίας, τοῦ Πόντου καί τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Ἰδίως μετά τήν ἀπόφαση τῶν Νεότουρκων (τό 1911) γιά τήν ἐξόντωση ὅλων τῶν μή τουρκικῶν ἐθνοτήτων μέ σκοπό τήν ἐθνική ὁμογενοποίηση τῆς πολυεθνοτικῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας, οἱ ἑλληνικοί πληθυσμοί βίωναν μιά «πολιτική γενοκτονίας», μέσω ἐκτοπίσεων, ἐπιθέσεων, στρατολογήσεων καί κατασχέσεων έπιχειρήσεων-περιουσιῶν.
Ὑπό αὐτό τό πρῖσμα ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος, συνωθούμενος ἀπό τόν ἀνεκρίζωτο ἐθνικό στόχο τῆς Μεγάλης Ἰδέας, ἀλλά καί ἀπό τήν προσφιλῆ γιά αὐτόν χρήση τῆς στρατηγικῆς τῶν τετελεσμένων, θά ἀποδεχθεῖ τήν πρόσκληση-πρόκληση τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων γιά τήν ἀποστολή ἑλληνικοῦ στρατοῦ στή Σμύρνη. Μάλιστα ἡ διαμορφωθεῖσα κατάσταση θά ὁδηγήσει τόν Ἰωάννη Μεταξᾶ (18.5.1919) στήν παραδοχή περί τοῦ ἐφικτοῦ τοῦ ἐγχειρήματος:
«Τό βράδυ αἱ ἐφημερίδες: Οἱ Ἕλληνες κατέλαβον τήν Σμύρνην! Στρατιωτική κατοχή. Βεβαιότης ὅτι θά τήν λάβη.
Ἐτελείωσε! Ἡμεῖς ἡττήθημεν ὁριστικῶς πολιτικῶς, ἀλλά ἄς μεγαλυνθῆ ἡ Ἑλλάς καί ἄς εὐδαιμονήση, ὅπως αὐτή νομίζει καλλίτερον».
Ὁ ἀντίλογος στήν πραγματικότητα αὐτή συνδέεται μέ μιά σειρά ἀπό παρεμβαίνουσες μεταβλητές πού θά λειτουργήσουν ἀπομειωτικά στό μέτρο ἀποτελεσματικότητας τοῦ ἑλληνικοῦ ἐγχειρήματος, ἰδίως μετά τό ἀποτέλεσμα τῶν ἐκλογῶν τοῦ Νοεμβρίου τοῦ 1920. Είδικότερα, ἡ ἐπικράτηση τῶν Μπολσεβίκων στή Ρωσία καί ἡ πολιτικοστρατιωτική τους σύμπραξη μέ τόν Κεμάλ, ἡ ἀφύπνιση τοῦ τουρκικοῦ ἐθνικισμοῦ καί ἡ ἐπικράτηση τοῦ Κεμαλικοῦ κινήματος, ἡ ἀπουσία ἑνός ἐναργῶς προσδιορισμένου ἀντικειμενικοῦ πολιτικοῦ σκοποῦ ἀπό τίς ἀντιβενιζελικὲς κυβερνήσεις καί ἡ ἀναζωπύρωση τοῦ ἐθνικοῦ διχασμοῦ, ὁ διπλωματικός-οἰκονομικός ἀποκλεισμός τῆς Ἑλλάδας ἀπό τίς δυνάμεις τῆς Ἀντάντ καί ὁ προσεταιρισμός τοῦ Κεμάλ ὡς ἀξιόπιστου ἑταίρου, συνέβαλαν στήν ὑπονόμευση τοῦ ἐγχειρήματος.
Περισσότερα στο βιβλίο τοῦ Δ. Τσιριγώτη, «Ἡ Ἑλληνική Στρατηγική στή Μικρά Ἀσία», ἐκδόσεις «Ποιότητα», 2010
*Η ανάλυση του Διονύση Τσιριγώτη για το πολιτικοστρατιωτικό εγχείρημα της Ελλάδας στη Μικρά Ασία δημοσιεύθηκε στην κυριακάτικη ΕΣΤΙΑ στην στήλη “Αντιθέτως” στις 16/1/2022.
Βιβλία του Διονύση Τσιριγώτη με τις Εκδόσεις Ποιότητα