Εγγραφείτε στο Newsletter και κερδίστε 10% έκπτωση για την πρώτη σας παραγγελία!

Σωτήρης Αμάραντος,  Το υψηλό αντικείμενο της αυτονομίας, Ρητές και άρρητες πτυχές της πραγμάτωσης και διατήρησης της δημοκρατίας

 Το υψηλό αντικείμενο της αυτονομίας, Ρητές και άρρητες πτυχές της πραγμάτωσης και διατήρησης της δημοκρατίας

The high subject of autonomy.

Explicit and implicit aspects of the realization and preservation of democracy.

Castoriadis, philosophy, ontology, Radical Imagimation, democracy, autonomy, 

Στην παρούσα μελέτη θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε εκείνο που εύκολα διαφεύγει, γλιστρά, «εξαϋλώνεται» σε μια πολιτική φιλοσοφία της δημοκρατίας, η οποία σκοπεύει να στοχαστεί σε βάθος μεγαλύτερο από εκείνο που η επιφανειακή αντίληψη της θεσμικής οργάνωσης ενός τέτοιου πολιτεύματος επιτρέπει. Η φιλοσοφία του Κορνήλιου Καστοριάδη, έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας των ιδεών τη διάσταση εκείνη που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε ως υψηλό αντικείμενο της αυτονομίας. Η φύση του ζητήματος μας υποχρεώνει να διατρέξουμε όλα σχεδόν τα στρώματα που συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα της καστοριαδικής φιλοσοφίας, δηλαδή να βυθιστούμε το μάγμα των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, μέσα από το οποίο αναδύεται η αυτονομία, τόσο ως θεσμική οργάνωση όσο και ως πρόταγμα, ροπή, τάση. Αν το θεσμικό μέρος της αυτονομίας με την πλέον τυπική έννοια, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες να συλληφθεί, το αίτημα της αυτονομίας αντιθέτως συνιστά μια άυλη τροπικότητα, η οποία είναι κάθε φορά υποχρεωμένη να εκφράζεται μέσω συμβόλων, ενεργειών και διαδικασιών, δηλαδή στοιχείων αλλότριων ως προς την ουσία της, που την καθιστούν ευάλωτη τόσο ως προς την κατανόησή της όσο και ως προς την κοινωνική και ατομική της ενσάρκωση. Η ευαλωτότητα αυτή παραπέμπει στο χάος, στην άβυσσο, στο απύθμενο του Ριζικού Φαντασιακού, που για τον έλληνα φιλόσοφο αποτελεί την πηγή του κοινωνικού-ιστορικού.

Εάν θέλουμε να συλλάβουμε την έννοια του Ριζικού Φαντασιακού οφείλουμε να ρευστοποιήσουμε τη συνήθη δομή και λειτουργία των εννοιών στο νου μας. Οι έννοιες έχουν την ουσιαστική λειτουργία να ακινητοποιούν και να διακρίνουν τα περιεχόμενα των αντικειμένων στα οποία παραπέμπουν. Η έννοια όμως του Ριζικού Φαντασιακού βρίσκεται στους αντίποδες αυτής της συγκροτησιακής δομής. Τις εγγενείς δυσκολίες της σύλληψης του Ριζικού Φαντασιακού αναγνωρίζει ο Καστοριάδης και επιχειρεί να τις υπερβεί. Οι δυσκολίες αυτές εμφανίζονται στην ίδια τη γλώσσα, δηλαδή σε αυτό που ο έλληνας φιλόσοφος αποκαλεί συνολιστική-συνολίζουσα διάσταση του κοινωνικού παριστάνειν-λέγειν. Ένα διδακτικό και συνάμα απλό παράδειγμα για να αντιληφθούμε αυτού του τύπου τις δυσκολίες είναι η λέξη χάος. Η λέξη αυτή παραπέμπει σε μια απροσδιόριστη συνθήκη, εντούτοις για να μπορέσει να παρασταθεί στη γλώσσα θα πρέπει η λέξη αυτή να συμπυκνώνει μια σχετικά οριοθετημένη περιοχή νοήματος. Οτιδήποτε λοιπόν μπορεί να υπάρξει εντός της γλώσσας οφείλει να υποταχθεί ως προς κάποιες απόψεις στην συνολιστική –ταυτιστική διάσταση του καθορισμού. Το ίδιο ισχύει όμως για κάθε τι το οποίο αναδύεται στην κοινωνική πραγματικότητα. Το συνολιστικό-ταυτιστικό στοιχείο είναι μέρος του Ριζικού Φαντασιακού ή με άλλα λόγια η παράμετρος του καθορισμού υποχρεώνει το Ριζικό Φαντασιακό να «εργάζεται», λαμβάνοντά το υπόψη του. Παρόλα αυτά για τον Καστοριάδη, η συνολιστική-ταυτιστική παράμετρος είναι μια αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη για της φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας.

Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε τη βαθύτερη φύση αυτών των δυο παραμέτρων.. Η μία παράμετρος, αυτή της ακαθοριστίας, μπορεί εναλλακτικά να αποδοθεί με την έννοια του χάους. Στην προοπτική βέβαια αυτή δεν αναφερόμαστε στο απόλυτο χάος, αλλά στη δυναμική εκείνη μιας σχεδόν αστείρευτης παραπομπής και αλληλοδιαπλοκης της μιας σημασίας στην άλλη, στην αδυναμία καθολικού εντοπισμού διακριτών σχέσεων αιτίας-αποτελέσματος και κανονικοτήτων μεταξύ των στοιχείων που πραγματώνουν το μάγμα του Ριζικού Φαντασιακού. Η άλλη παράμετρος είναι βέβαια η συνολιστική-ταυτιστική, η οποία βρίσκεται στου αντίποδες της οντολογίας του μάγματος, αν και εμπεριέχεται σε αυτό. Η συνολιστική-ταυτιστική όψη είναι αυτή στην οποία επικρατεί η μεταβλητή του καθορισμού. Η μεταβλητή αυτή αναπτύσσει το πεδίο των δραστηριοτήτων της υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης ή της επινόησης στοιχείων με πάγιες ταυτότητες και σταθερές ιδιότητες, διακριτές σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος και γενικότερα κανονιστικών ρυθμίσεων. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για δυο τάσεις οι οποίες δεν είναι απλώς διαφορετικές, αλλά αντίθετες. Οι τάσεις αυτές επεκτείνονται πέραν του κοινωνικού παριστάνεις και στο κοινωνικό πράττειν, στην ίδια δηλαδή την οργάνωση και τη λειτουργία των θεσμών.

Ο Καστοριάδης αναλαμβάνει την τιτάνια προσπάθεια, όχι μόνο να αναδείξει τις δυο αυτές βασικές διαστάσεις που συνιστούν το υπόβαθρο κάθε κοινωνικής και ατομικής υπόστασης, αλλά και να στηρίξει τη θέση ότι σε τελική ανάλυση τα οντολογικά πρωτεία της κοινωνικής θέσμισης, ανήκουν στο μάγμα του Ριζικού Φαντασιακού, το οποίο κατά τη γνώμη του είτε παραμελήθηκε είτε αγνοήθηκε εντελώς από την παραδοσιακή σκέψη. Εξαιτίας αυτής της στάσης ο κυρίαρχος φιλοσοφικός και επιστημονικός στοχασμός αδυνατεί να προσφέρει πειστικές απαντήσεις για το ζήτημα της προέλευσης των θεσμών ή με άλλα λόγια, εγκλωβίζει τη συλλογιστική του σε μια κατανόηση που υποτάσσει την εξήγησή σε μια συνθήκη που αρνείται τις δημιουργικές ικανότητες της κοινωνίας.

Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε ενώπιον ενός ακόμη κεντρικού διπόλου της καστοριαδικής σκέψης. Πρόκειται για το δίπολο που συγκροτείται από την παραγωγή και τη δημιουργία. Η διασάφηση των συγκεκριμένων εννοιών παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, η επικράτηση στην παραδοσιακή σκέψη της συνολιστικής-ταυτιστικής διάστασης αφενός ανήγαγε την αιτία της ύπαρξης τόσο της συνολικής κοινωνικής θέσμισης όσο και των επιμέρους κοινωνικών θεσμών σε ένα Είναι που, όχι μόνο προϋφίσταται του κοινωνικού-ιστορικού, αλλά και θα είναι σε θέση να το καθορίζει εις το διηνεκές. Σύμφωνα με το Καστοριάδη, η οντολογική σχέση που συνάπτεται ως σχέση εξάρτησης ενός πρωτογενούς και καθορισμένου Είναι προς τα επιμέρους όντα, εκφράζοντας την προέλευση των δεύτερων από το πρώτο, αποτελεί μια κυρίαρχη αντίληψη της παραδοσιακής φιλοσοφίας. Δυνάμεθα, λοιπόν στην περίπτωση αυτή να μιλήσουμε για μια «διαδικασία» οντοποίησης, στην οποία το ον που προκύπτει είναι το προϊόν της «συνέργειας» και του συνδυασμού προϋπαρχόντων στοιχείων, τα οποία διαθέτουν συγκεκριμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά. Υπό την έννοια αυτή, το αποτέλεσμα της παραγωγής δεν είναι παρά μια αναδιάταξη του ήδη υπάρχοντος. Ώστε για τον Καστοριάδη, η παραδοσιακή σκέψη επικαλούμενη τη δύναμη της συνολιστικής – ταυτιστικής διάστασης αρνείται τη νέωση, δηλαδή την ανάδυση της πλήρους ετερότητας εντός του κοινωνικού-ιστορικού. Αντίθετα προς όλη αυτή τη λογική, η έννοια της δημιουργίας, που προτάσσεται ως ερμηνευτικός μίτος για τα κοινωνικά πράγματα από την φιλοσοφία του Καστοριάδη, έχει ως βασικό συντελεστή της το μηδέν. Μια από τις περισσότερες αινιγματικές και συνάμα ενδιαφέρουσες θέσεις που δύναται κανείς να εντοπίσει στο καστοριαδικό έργο για τη θέσμιση της κοινωνίας είναι η ακόλουθη: «εκ του μηδενός δημιουργία, μα όχι στο μηδέν και με το μηδέν». Ξεπερνώντας την αρχική δυσπιστία που εκπηγάζει από την επιφανειακή αντινομία της θέσης, έχει ενδιαφέρον να κατανοήσουμε το νόημα που της δίνει ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Η θέση αυτή αποτελεί και τον βασικό όρο για να κατανοήσουμε καλύτερα και μια άλλη κεντρική έννοια της φιλοσοφίας του που είναι το Ριζικό Φαντασιακό, το οποίο όπως διευκρινίζει δεν ταυτίζεται ούτε με αυτό που οι άνθρωποι της διανόησης αποκαλούν Φαίνεσθαι (σε αντιπαράθεση με το Είναι) ούτε επίσης με το σύνηθες πλάσμα της ατομικής φαντασίας (το οποίο βέβαια αποτελεί μέρος του Ριζικού Φαντασιακού). Για τον έλληνα φιλόσοφο η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας συνιστά δημιουργία της απόλυτης ετερότητας στο μέτρο που, ενώ εδράζεται σε ορισμένα προϋπάρχοντα στοιχεία και υλικά (φυσικής ή κοινωνικής προέλευσης), το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε κάτι που προϋπήρξε. Με άλλα λόγια, δικαιούμαστε να μιλάμε για κοινωνική δημιουργία μόνο στον βαθμό που το αποτέλεσμα της δημιουργίας δεν συνιστά την αποκλειστική απόρροια του συνδυασμού όσων δεδομένων μετείχαν στον σχηματισμό του. Αυτή είναι για τον Καστοριάδη μια κυρίαρχη διάσταση της κοινωνικής θέσμισης, η οποία έμεινε στο περιθώριο της θεωρητικής επεξεργασίας και είναι αυτή, σύμφωνα με τον ίδιο, που μας προσφέρει το πραγματικό νόημα της συμβολής του μάγματος του Ριζικού Φαντασιακού, δηλαδή της ακαθοριστίας, στην ανάδυση και αλλοίωση της κοινωνικής πραγματικότητας. 

Όπως έως τώρα επιχειρήσαμε να αναδείξουμε, ο παραμερισμός ή η παντελής απόκρυψη του φαντασιακού εδράζεται στην ίδια τη λειτουργία της γλώσσας ως συνολιστικού-ταυτιστικού κώδικα και στην ίδια την κοινωνική θέσμιση. Πρόκειται για την ανάγκη κάθε τι που εισέρχεται στον κοινωνικό κόσμο να υποκύπτει στην καθοριστικότητα. Το κρίσιμο όμως ζήτημα, όχι μόνο από την οπτική της κοινωνικής οντολογίας, αλλά και από αυτή της πολιτικής προβληματικής που θέτει ο έλληνας φιλόσοφος είναι ποιος τελικά ορίζει και επικυρώνει αυτή την ανάγκη. Η απάντηση που δίνει είναι ασφαλώς η ίδια η κοινωνία. Στην περίπτωση όμως αυτή η κοινωνία δεν αντιμετωπίζεται ως ένα διαυγές κρύσταλλο το οποίο έχει πλήρη συνείδηση της πραγματικότητάς του. Αντιθέτως, η μερική διαύγεια διέρχεται από τον ορίζοντα της συνειδητοποίησης από την κοινωνία πως η ίδια είναι ο προσδιοριστικός παράγοντας της θεμελίωσής της. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Καστοριάδη  η αναγκαιότητα η οποία διέπει το ον άνθρωπος, τόσο εξαιτίας της φυσικής του προέλευσης όσο  και εξαιτίας των αναγκαιοτητών που προκύπτουν από την εκάστοτε κοινωνική οργάνωση, πριμοδοτεί κατά κάποιο τρόπο την θεσμίζουσα κοινωνία ώστε να «υπερεκτιμήσει» τη ρεαλιστική ως ένα βαθμό βάση της συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής και να επιβάλλει στην κοινωνική οργάνωση τη συνθήκη της ετερονομίας. Επομένως το κρισιμότερο διακύβευμα για την κοινωνία αφορά στην αναγνώριση των ορίων της συνολιστικής- ταυτιστικής λογικής και την αποδοχή της παραμέτρου της θεμελίωσης της κοινωνικής δημιουργίας στην ίδια την κοινωνία και όχι σε κάποια φυσική ή υπερφυσική αρχή.

Η αναγνώριση αυτή προφανώς και δεν είναι ούτε στιγμιαίο ούτε βέβαια τελεσίδικο γεγονός. Πρόκειται για μια διαρκή εργασία τόσο της κοινωνίας συνολικά όσο και του κάθε επιμέρους ατόμου με τον εαυτό τους. Η εργασία αυτή στον βαθμό που τίθεται σε κίνηση προσεγγίζει αυτό που ο έλληνας φιλόσοφος αποκαλεί αυτονομία. Από όσα προηγήθηκαν συνάγεται πως η αυτονομία εκφράζεται και αυτή στα δυο θεμελιώδη επίπεδα της ανθρώπινης ύπαρξης, το ατομικό και το κοινωνικό. Στο ατομικό επίπεδο η αυτονομία σχετίζεται με την ανάληψη από την πλευρά του υποκειμένου της σχέσης του με το ασυνείδητο. Όπως σημειώνει ο φιλόσοφος στο σημαντικότερο έργο του: «Ένας λόγος δικός μου είναι ένας λόγος που αρνήθηκε τον λόγο του Άλλου· που τον αρνήθηκε όχι κατ΄ανάγκην στο περιεχόμενό του, αλλά ως λόγο του Άλλου· με άλλα λόγια, που, διασαφηνίζοντας τόσο την προέλευση όσο και το νόημα αυτού του λόγου, τον αρνήθηκε ή τον αποδέχτηκε εν επιγνώσει, αναφέροντας το νόημά του  σ΄αυτό που συγκροτείται ως η ίδια η αλήθεια του υποκειμένου – ως η ίδια μου η αλήθεια». Η σχέση αυτή βέβαια, δεν συνεπάγεται την εξάλειψη του ασυνειδήτου, αλλά τη μεταμόρφωση της σχέσης μαζί του υπό τους όρους της αυτονομίας. Αντιστοίχως, στο κοινωνικό επίπεδο συνεπάγεται την ανάληψη από την ίδια την κοινωνία της ρητής διαδικασίας αυτοθέσμισης. Η κοινωνία έχοντας αναγνωρίζει πως αποτελεί τον παράγοντα θεμελίωσης του νοήματος και της οργάνωσης των θεσμών της, επιχειρεί να ορίσει τους κανόνες της κοινωνικής συνύπαρξης.

Συνοψίζοντας σε μια από τις πλέον μεστές διατυπώσεις του όσα στοιχεία μπόρεσε να φέρει στο φως της στοχαστικής δραστηριότητας σε σχέση με την αυτονομία  ο Κορνήλιος Καστοριάδης θα σημειώσει: «Η αυτονομία δεν είναι το κλείσιμο, αλλά το άνοιγμα: οντολογικό άνοιγμα, δυνατότητα να ξεπεραστεί το πληροφορησιακό, γνωστικό και οργανωτικό κλείσιμο που χαρακτηρίζει τα αυτοσυγκροτούμενα αλλά ετερόνομα όντα. Οντολογικό άνοιγμα αφού το να ξεπερνάς αυτό το κλείσιμο σημαίνει να αλλοιώνεις το ήδη υπάρχον γνωστικό και οργανωτικό σύστημα, άρα να συγκροτείς τον κόσμο σου και τον εαυτό σου σύμφωνα με νόμους άλλους, άρα να δημιουργείς ένα καινούργιο οντολογικό είδος, έναν εαυτό μέσα σε έναν κόσμο άλλον». Ο φιλόσοφος, λοιπόν, μας καλεί σε αυτό το οντολογικό και υπαρξιακό άνοιγμα το οποίο θα ανατρέψει την κοινωνική και ατομική ετερονομία.

Στο σημείο αυτό γεννάται ένα κρίσιμο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν και κάτω από ποιους όρους μπορεί να επιτευχθεί η αυτονομία; Η ριζοσπαστική οπτική του Κορνήλιου Καστοριάδη, η οποία έχει ως σημείο εκκίνησης το μάγμα του Ριζικού Φαντασιακού, το οποίο πέρα από την ακαθοριστία ενσωματώνει και τη διάσταση του καθορισμού της συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής, τον διασώζει από την τροχιοδρόμησή του σε μια αναρχικού χαρακτήρα πολιτική προσέγγιση, η οποία θα αψηφούσε ή θα ασκούσε πολεμική εναντίον της θεσμικής διάστασης του προτάγματος της αυτονομίας. Κεντρική στην καστοριαδική προβληματική είναι η προσπάθεια να αναζητηθούν οι κατάλληλοι θεσμοί για την υλοποίηση και τη στήριξη του προτάγματος της αυτονομίας. Είναι προφανές πως η φιλοσοφία του Ριζικού Φαντασιακού μπροστά σε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα της αναζήτησης των θεσμικών όρων πραγμάτωσης της αυτονομίας δεν μπορεί να βρει ερείσματα στον κυρίαρχο πολιτικό στοχασμό της νεωτερικότητας που άλλοτε προτάσσει τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου και άλλοτε τις αρχές ενός φυσικού δικαίου.  Η αποδοχή και από τους δυο τύπους θεωριών μιας φυσικής ουσίας για τον άνθρωπο, δηλαδή ενός καθορισμένου Είναι, συνιστά για τον Καστοριάδη τη θεσμοποίηση του γνωσιακού κλεισίματος της ετερονομίας. Εάν με άλλα λόγια, ο άνθρωπος έχει δεδομένη φύση καταδικάζεται εκ των προτέρων κάθε δυνατότητα αυτονομίας, ακόμη κι αν παραπέμπει σε ένα φιλελεύθερο κοινωνικό συμβόλαιο όπως αυτό που διακηρύσσει ο Ρουσσώ (έστω κι αν μπορεί να εντοπιστούν σε αυτό ψήγματα αυτονομίας). Για τον λόγο αυτό ο Καστοριάδης στρέφεται στην ελληνική αρχαιότητα και συγκεκριμένα στην αρχαία δημοκρατία της Αθήνας. Βέβαια όπως θα υπογραμμίσει, στην αρχαία Αθήνα δεν αναζητά ένα απόλυτο πρότυπο δημοκρατικής οργάνωσης το οποίος επιθυμεί να γίνει αντικείμενο μίμησης στο μέλλον, αλλά τα ιστορικά στοιχεία τεκμηρίωσης της δυνατότητας πραγματοποίησης της αυτονομίας. Ώστε για τον Καστοριάδη ο επαρκής πολιτειακός τύπος για την πραγμάτωση της αυτονομίας είναι η δημοκρατία. Στο σημείο αυτό οφείλουμε να διευκρινίσουμε πως αναφερόμενος στην πολιτειακή οργάνωση της δημοκρατίας ο Καστοριάδης δεν εννοεί τα συστήματα που προέκυψαν από τις αστικές επαναστάσεις και τα οποία χρησιμοποιούν ως προσδιοριστικό τους τον όρο δημοκρατία. Για την καστοριαδική προοπτική τα πολιτεύματα αυτά ανήκουν στην πολιτειακή μορφή της φιλελεύθερης ολιγαρχίας και σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως δημοκρατικά. Επίσης, σε καμία περίπτωση, δεν θα μπορούσε ο προσδιοριστικός πολιτικός παράγοντας της αυτονομίας να ταυτιστεί με τα κομμουνιστικά μορφώματα τα οποία είχαν ως οδηγό τους την μαρξιστική ιδεολογία.  Ο ορισμός της δημοκρατίας που ακολουθεί από τον έλληνα φιλόσοφο δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρανόησης. «Δημοκρατία σημαίνει την πραγματική δυνατότητα συμμετοχής όλων των ατόμων στην εξουσία και μια τέτοια συμμετοχή επιβάλλει την ανάπτυξη υπεύθυνων πολιτών με ατομική κρίση. Μια τέτοια ανάπτυξη προϋποθέτει την απόλυτη κατοχύρωση και επέκταση των ατομικών ελευθεριών… ». Η δημοκρατία, λοιπόν, νοείται ως άμεση μετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψης των πολιτικών αποφάσεων. Κεντρικός θεσμός της δημοκρατικής πολιτείας είναι ο δήμος, δηλαδή η θεσμισμένη συνέλευση των πολιτών, οι οποίοι διαβουλεύονται, αποφασίζουν και εφαρμόζουν τις αποφάσεις που από κοινού έλαβαν. Κατ΄επέκταση στη δημοκρατία η αριστοτελική τριμερής διάκριση των πολιτικών λειτουργιών σε νομοθετική, εκτελεστική/κυβερνητική και νομοθετική ανήκει άμεσα στους πολίτες.  Επιμέρους θεσμοί όπως η κλήρωση, η λογοδοσία, η ανάκληση και η τιμωρία των αρχόντων, αποτελούν βασικές θεσμικές αρμοδιότητες του δήμου. Επίσης ένα σύνολο άλλων θεσμών όπως η γραφή παρανόμων, η ατιμία, η αντίδοση, η πολιτική μισθοδοσία ή οι διαφορές δημόσιες λειτουργίες που ανατίθενται στους πιο πλούσιους πολίτες,  κάνουν ακόμη πιο ισχυρή τη δημοκρατική βάση του πολιτεύματος.

Εντούτοις, η επιφανειακή αποτύπωση των δημοκρατικών θεσμών και οργάνων, δηλαδή η έκφραση της «υλικής» διάστασης της δημοκρατίας, δεν ικανοποιεί τις φιλοσοφικές αγωνίες του Καστοριάδη. Αναζητά το βαθύτερο νόημα της δημοκρατίας ως ενσάρκωση του προτάγματος της αυτονομίας. Έχουμε την εντύπωση πως δυο κεντρικοί παράγοντες οδηγούν τον Καστοριάδη στην αναζήτηση του υψηλού αντικειμένου της αυτονομίας. Ο πρώτος σχετίζεται με την ανάδυση της αυτονομίας ως διακριτού είδους, δηλαδή ως αποτελέσματος μιας διαδικασίας οντολογικού ανοίγματος της κοινωνίας έναντι των ίδιων της των θεσμών.  Ο δεύτερος αφορά την απάντηση που μπορεί να διαμορφώσει μια αυτόνομη κοινωνία ενώπιον των υπαρκτών κινδύνων εκφυλισμού της. Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό δεν είναι εύκολο να εφευρεθεί ένας θεσμός, ο οποίος να δύναται να λύσει μονομιάς τέτοιου είδους προβλήματα. Τα προβλήματα αυτά  είναι συνυφασμένα, όχι μόνο με την ίδια την ύπαρξης μιας δημοκρατικής κοινωνίας, αλλά με την ίδια την κοινωνική οντολογία της ανθρωπότητας, η οποία σύμφωνα με τον Καστοριάδη είναι μαγματική.

Ειδικότερα όσον αφορά το πρώτο πρόβλημα, που σχετίζεται με την ίδια την ανάδυση της αυτονομίας ως οντολογικού και υπαρξιακού ανοίγματος της κοινωνίας, ο έλληνας φιλόσοφος επιχειρεί να το διακρίνει από οποιαδήποτε εξισωτική αντίληψη η οποία είτε θα μπορούσε να υπάρξει στο μέλλον είτε υπήρξε στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα στις λεγόμενες πρωτόγονες κοινωνίες. Σε ορισμένες από αυτές τις κοινωνίες μπορούμε όντως να παρατηρήσουμε, όχι μόνο μια απόλυτη ισότητα μεταξύ των  μελών τους, αλλά και την ίση μετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων. Η προφάνεια αυτή της πολιτικής συμμετοχής δεν συνιστά για τον Καστοριάδη πραγμάτωση του προτάγματος της αυτονομίας, διότι οι πολιτικές διεργασίες διεξάγονται εντός ενός μόνιμα ορισμένου πλαισίου πολιτικής δράσης. Μια κοινωνία με την πολιτική της δραστηριότητα οφείλει για να είναι αυτόνομη να αμφισβητεί ρητά όλες τις δομές που υποβαστάζουν τις ενέργειες, καθώς και το δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων που τη διέπουν, και αυτό οφείλει να το κάνει καθώς έχει αναγνωρίσει το χαοτικό της υπόβαθρο, δηλαδή το γεγονός ότι η ίδια είναι η δημιουργός του εαυτού της, των αξιών και των αξιολογικών της κριτηρίων.  Σε μια τέτοια προοπτική, με νιτσεϊκή διάθεση, θα λέγαμε πως το ζήτημα της επαναξιολόγησης των αξιών σε μια αυτόνομη κοινωνία πρέπει να παραμένει πάντοτε ανοιχτό. Ακριβώς αυτός είναι ο λόγος που ο Καστοριάδης θεωρεί τόσο σημαντικό παράγοντα για την επικράτηση του δημοκρατικού πολιτεύματος στην αρχαία Αθήνα την ταυτόχρονη ανάδυση του φαινομένου της φιλοσοφίας, δηλαδή του στοχασμού που γεννά ερωτήματα τα οποία «αμφισβητούν τις θεσμισμένες παραστάσεις για το πώς έγινε ο κόσμος, καθώς και τη θέση του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας στον κόσμο».

Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, αυτό της αποφυγής του εκφυλισμού κι εδώ το έδαφος είναι αντιστοίχως εξαιρετικά ασταθές. Η αδυναμία εύρεσης μιας αξιόπιστης και αποτελεσματικής θεσμικής συνταγής, η οποία θα απαντά στο πρόβλημα της έκπτωσης της αυτονομίας προκύπτει από τον οντολογικό χαρακτήρα της κοινωνίας που είναι όπως είδαμε μαγματικό. Γι΄αυτό μια αυτόνομη κοινωνία ως συνειδητά αυτοθεσμίζουσα, κρατά ανοιχτό το ζήτημα των θεμελίων της υποστάσεώς της. Η αγωνία που συνεπάγεται η υπαρξιακή στάση που κοιτάζει κατάματα το χάος, κατά τη γνώμη μας δεν υπάρχει αμφιβολία πως γειτνιάζει έστω και κάτω από μια εντελώς διαφορετική στοχαστική αφετηρία με την χαιντεγκεριανή έννοια της εγκατάλειψης του ανθρώπου στον κόσμο. Η συνειδητοποίηση αυτής της εγκατάλειψης για το άτομο και την κοινωνία σηματοδοτεί μια διαρκή μέριμνα για την κατάκτηση και τη διατήρηση της αυτονομίας.

Η μέριμνα για την οποία μιλάμε, προφανώς και δεν δύναται να βρει την ολοκλήρωσή της ως το αποτέλεσμα ενός εγκλεισμού σε ένα κάποιο ειδικό θεσμό, με τρόπο ανάλογο που ένα τεχνικό πρόβλημα επιλύεται σταθμίζοντας και συνδυάζοντας τα κατάλληλα μέσα για την επίτευξη ενός σκοπού. Κανένα σύνταγμα ή οποιαδήποτε άλλη νομική σύμβαση δεν αρκεί για να ικανοποιήσει το ιδεώδες της αυτονομίας τόσο ως προς την πραγμάτωσή της όσο και ως προς τη διατήρησή της. Αυτό που χωρίζει το πρόβλημα διατήρησης της αυτονομίας από την επίλυσή του είναι ο ωκεανός των φαντασιακών σημασιών. Συνεπώς, η μέριμνα για την οποία κάναμε λόγο, θα πρέπει να γίνει αντιληπτή ως μια συνεχής συνειδησιακή εγρήγορση και ως μια ασκητική έναντι του ενδεχομένου της πραγμάτωσης και διατήρησης της αυτονομίας.

Φυσικά η λειτουργία των θεσμών και των τυπικών όψεων της δημοκρατικής θέσμισης είναι θεμέλιες συνιστώσες για τον Καστοριάδη, αλλά από μόνες τους δεν αρκούν. Η αυτονομία δεν αποτελεί ένα αγαθό το οποίο από τη στιγμή που θα κατακτηθεί εξασφαλίζεται εις το διηνεκές. Υπό την έννοια αυτή, η λειτουργία της παιδείας και της τέχνης σε μια κοινωνία μπορεί να ενισχύσει τη μέριμνα για την αυτονομία. Το παράδειγμα της αρχαίας τραγωδίας είναι για τον έλληνα φιλόσοφο χαρακτηριστικό. Η τραγική τέχνη μολονότι δεν μετέχει άμεσα σε κάποια τυπική πολιτική διαδικασία εντούτοις έχει καίρια συμβολή στην προετοιμασία των πολιτών ώστε να λειτουργήσουν πολιτικά. Η συμβολή της έγκειται στο γεγονός ότι αποκαλύπτει το χάος του κόσμου στον οποίο είναι βυθισμένος ο άνθρωπος και του δηλώνει πως δεν είναι απόλυτα κυρίαρχος των πράξεών του και κυρίως των σημασιών των πράξεών του. «…το χάος παίρνει εδώ τη μορφή της κατάφορης έλλειψης κάθε θετικής αντιστοιχίας μεταξύ των προθέσεων των ανθρώπινων πράξεων από τη μια και των αποτελεσμάτων τους από την άλλη».  Το υψηλό αντικείμενο της αυτονομίας λοιπόν είναι αυτή η εξ αντανακλάσεως γνώση και συνάμα βίωση που «διδάσκουν» πως το ενέργημα της πραγμάτωσης της πολιτικής, προϋποθέτει την αναγνώριση της απουσίας ενός υπερβατικού ή φυσικού κανόνα εγγύησης της θέσμισης των κοινωνιών και ακριβώς λόγω αυτής της απουσίας τη διατήρηση ανοικτού του ερωτήματος για το ποιος είναι ο δίκαιος νόμος..

Το στοχαστικό αυτό εγχείρημα του Καστοριάδη, όντως απαιτητικό και ρηξικέλευθο, αντιμετωπίζει μια σημαντική ενδογενή δυσχέρεια, η οποία είναι ενσωματωμένη στις ίδιες του τις προκείμενες. Το Ριζικό Φαντασιακό ως πρώτη και έσχατη οντολογική συνθήκη της ατομικής και κοινωνικής ύπαρξης, του οποίου η αποκάλυψη συνιστά την προϋπόθεση για μια αυτόνομη κοινωνία, ριζώνει στο χάος, στην άβυσσο, στο απύθμενο. Η αναγνώριση της παντελούς έλλειψης ενός αντικειμενικού κριτηρίου θεμελίωσης της κοινωνικής πραγματικότητας σημαίνει ουσιαστικά και την αδυναμία να υπάρξει αντικειμενικό κριτήριο θεμελίωσης και της αυτονομίας. Φαίνεται πως αυτή η αντινομία της καστοριαδικής φιλοσοφίας, η οποία ν φτάνει, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει, μέχρι και στον βαθμό της αυτουπονόμευσης είναι πλήρως συνειδητοποιημένη από τον εισηγητή της. Αλλά για τον Καστοριάδη αυτή η υπονόμευση δεν είναι αποτέλεσμα της δικής του σκέψης, αλλά της ίδιας της δυνατότητας του ανθρώπου να στοχαστεί πάνω και εντός του μαγματικού πεδίου της κοινωνικής οντολογίας. Συνεπώς για τον έλληνα φιλόσοφο τίθεται λοιπόν με επιτακτικό τρόπο το παρακάτω δίλημμα: είτε η ανθρωπότητα θα συνεχίσει να αποκρύπτει το ακαθόριστο Είναι της και θα παραμείνει ετερόνομη είτε θα διεκδικήσει, αξιοποιώντας τη συνείδηση της ακαθοριστίας, να θέσει με ρητό τρόπο, έστω και εντός ενός πλαισίου αυθαιρεσίας, τους όρους της δημιουργικής της δράσης επί των θεσμών της, δηλαδή τους όρους της αυτονομίας.


Υποσημειώσεις

[1] Ο Slavoj Žižek δίνει έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα σύντομο ορισμό του υψηλού αντικειμένου: «Αυτή η άυλη σωματικότητα του σώματος εντός τους σώματος». Στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης η αποδοχή του όρου του υψηλού αντικειμένου δεν συνεπάγεται την αποδοχή από την πλευρά μας και των προκείμενων ή των συμπερασμάτων που σχετίζονται με τη γενικότερη θεώρηση του σλοβένου φιλοσόφου. Βλ. Žižek S. 2016, Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, σ. 50.

[2] Καστοριάδης Κ. 2004, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, σ. 340-349.

[3] «Τι είναι μια σημασία; Δεν μπορούμε να την περιγράψουμε παρά σαν μια αόριστη δέσμη ατελείωτων παραπομπών σε κάποιο άλλο πράγμα από (αυτό που θα φαινόταν ως άμεσα ειπωμένο). Αυτά τα άλλα κάποια είναι πάντοτε και σημασίες και μη-σημασίες –αυτό στο οποίο οι σημασίες αναφέρονται ή παραπέμπονται. Το λεξικό των σημασιών μιας γλώσσας δεν περιστρέφεται περί τον εαυτό του, δεν κλείνεται στον εαυτό του όπως ειπώθηκε ρηχά. Αυτό που κλείνεται στον εαυτό του, πλασματικά, είναι ο κώδικας, το λεξικό των ταυτιστικών-συνολιστικών σημαινομένων, που το καθένα επιδέχεται έναν ή μερικούς επαρκείς ορισμούς. Το λεξικό όμως των σημασιών είναι παντού ανοιχτό• γιατί η πλήρης σημασία μιας λέξης είναι κάθε τι που, με αφετηρία ή με αφορμή αυτή τη λέξη, μπορεί κοινωνικά να ειπωθεί, να νοηθεί, να παρασταθεί, να φτιαχτεί. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε καθόλου να της αποδώσουμε καθορισμένα όρια, ένα πέρας. Βέβαια αυτή η δέσμη παραπομπών, που κάθε μια του καταλήγει σε κάτι που είναι απαρχή νέων παραπομπών, δεν είναι καθόλου χάος αδιαφοροποίητο• σʼ αυτό το μάγμα υπάρχουν ροές λάβας πιο πυκνές, κόμποι, ζώνες πιο καθαρές ή πιο σκοτεινές, και θραύσματα βράχων ανακατεμένα μαζί τους. Αλλά το μάγμα δεν παύει να ταράσσεται, να φουσκώνει και να κατακάθεται, να υγροποιεί ό,τι ήταν στερεό και να στερεοποιεί ό,τι δεν ήταν περίπου τίποτα. Και ακριβώς γιατί τέτοιο είναι το μάγμα, ο άνθρωπος μπορεί να κινείται και να δημιουργεί μέσα στον λόγο και χάρη σʼ αυτόν, δεν είναι καθηλωμένος για πάντα από σημαινόμενα μονοσήμαντα και πάγια των λέξεων που χρησιμοποιεί ‒με άλλα λόγια, γιʼ αυτό η γλώσσα είναι γλώσσα. Και όμως, όχι μόνο αυτή η περιγραφή αλλά και το πράγμα το ίδιο θα ήταν αδύνατο, αν η ταυτιστική-συνολιστική διάσταση δεν ήταν ταυτόχρονος παρούσα». Στο ίδιο, σ. 122.

[4] Λαζαράτος Γ. 2004, Τέχνη και Πολυσημία, σ. 377-381.

[5] Αμάραντος Σ. 2019, Κορνήλιος Καστοριάδης – Χάνα Άρεντ , Η έννοια του πολιτικού, σ. 69-71.

[6]Η συσχέτιση της κοινωνικής διάστασης του φαντασιακού, δηλαδή της ριζικής φαντασίας με το κοινωνικό φαντασιακό είναι κομβικής σημασίας για τον Κορνήλιο Καστοριάδη. Σε ένα πρώτο επίπεδο θα λέγαμε πως οι δυο αυτές παράμετροι ενώ διατηρούν μια σχετική μεταξύ τους  αυτονομία, εντάσσονται και εκπηγάζουν από την κοινή μήτρα του Ριζικού Φαντασιακού. Βαθύτερα όμως, όπως έχουμε δείξει αλλού, η αυτονομία της ριζικής φαντασίας υποτάσσεται ως προς ορισμένες σημαντικές της πλευρές στο κοινωνικό φαντασιακό. Στο ίδιο, σ. 39-50.

[7] Πρόκειται για την πρώτη φυσική στιβάδα.  Οπ.π. Καστοριάδης Κ. σ.298-299, 329-340.

[8] Στο ίδιο σ. 153.

[9] Καστοριάδης Κ. 2008, Παράθυρο στο Χάος, σ. 237.

[10] Είναι αδιανόητο για τον Καστοριάδη, να μιλάμε για μια αυτονομία περιορισμένη αποκλειστικά στο ατομικό ή στο κοινωνικό.            Η αυτονομία που θα αναδυθεί θα πρέπει να αναπτυχθεί τόσο στο ατομικό όσο και στο κοινωνικό επίπεδο, διότι τελικώς ατομικό και κοινωνικό συνιστούν αδιαχώριστα επίπεδα της κοινωνικής πραγματικότητας. Για το λόγο αυτό η κοινή μήτρα τόσο για το κοινωνικό φαντασιακό όσο και για τη ριζική φαντασία, που είναι η λειτουργία του φαντασιακού στο άτομο, είναι το Ριζικό Φαντασιακό. Μια πλήρης διάκριση των δυο αυτών επιπέδων συνιστά για τον Καστοριάδη άτοπο.

[11] Καστοριάδης Κ. 1992, Ο θρυμματισμένος κόσμος, σ. 168.

[12] Καστοριάδης Κ. 2007, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τομ. Α΄, σ. 96-97.

[13] Στο ίδιο, σ. 95.

[14] Όταν δηλαδή έχει αποδεχτεί εμπράκτως πως καμία υπερβατική συνθήκη δεν μπορεί να λάβει στους ώμους της την πραγματικότητα και την ευθύνη των θεσμών της κοινωνίας.

[15]  Heidegger M.  2016, Για τον Ουμανισμό, Ρώμη, σ.  31-32

[16] Καστοριάδης Κ. 2008, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τομ. Β΄, σ. 209.

[17] Το ερώτημα δηλαδή που κρίνει το σύνολο της θεσμικής οργάνωσης που διευθετεί την κοινωνική συμβίωση.

[18] Η αποκάλυψη του μάγματος, η άρση της συγκάλυψης, έστω και με τρόπο ιδιάζοντα δεν τίθεται εκτός της φιλοσοφικής παράδοσης την οποία σχηματοποίησε με το έργο του ο Πλάτωνας. Πρόκειται για την αποκάλυψη της αλήθειας του Είναι ως άρση της λήθης. Η διαφορά βέβαια μεταξύ της πλατωνικής και της καστοριαδικής σκέψης ως προς το ζήτημα αυτό σχετίζεται με την ιδιαίτερη ερμηνεία του Είναι.


Βιβλιογραφία

  • Αμάραντος Σ. 2019, Κορνήλιος Καστοριάδης – Χάνα Άρεντ , Η έννοια του πολιτικού, Ποιότητα.
  • Καστοριάδης Κ. 2004, Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Κέδρος.  
  • Καστοριάδης Κ. 2007, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τομ. Α΄, Κριτική.
  • Καστοριάδης Κ. 2008, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τομ. Β΄, Κριτική. 
  • Καστοριάδης Κ. 2008, Παράθυρο στο Χάος, Ύψιλον.
  • Καστοριάδης Κ. 1992, Ο θρυμματισμένος κόσμος, Ύψιλον.
  • Λαζαράτος Γ. 2004, Τέχνη και Πολυσημία, Παπαζήσης.
  • Heidegger M.  2016, Για τον Ουμανισμό, Ρώμη.
  • Žižek S. 2016, Το υψηλό αντικείμενο της ιδεολογίας, Scripta.

 

Κύλιση στην κορυφή