«Ξαναγύρισα στη Σμύρνη αργότερα και έμεινα εκεί μέχρι το βράδυ της 13ης Σεπτεμβρίου 1922, οπότε η πόλη πυρπολήθηκε απ’ το στρατό του Μουσταφά Κεμάλ και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της εσφάγηκε και παρακολούθησα την εξέλιξη της Δάντειας εκείνης τραγωδίας, που είναι ζήτημα αν υπάρχει παρόμοιά της στην ιστορία του κόσμου»
(George Horton, Η Μάστιγα της Ασίας)
Η εμπρηστική επίθεση των Νεότουρκων στην μητρόπολη του ελληνισμού, θα λάβει χώρα αμέσως μετά την είσοδο των κεμαλικών στρατιωτικών δυνάμεων και την εγκατάσταση του Νουρεντίν Πασά ως διοικητή της πόλης (28 Αυγούστου/10 Σεπτεμβρίου 1922). Προηγουμένως, ο τακτικός στρατός του Κεμάλ και άτακτες ένοπλες ομάδες –Τσέτες– είχαν προβεί σε συστηματικές λεηλασίες και σφαγές Ελλήνων και Αρμενίων. Ο αντικειμενικός πολιτικός στόχος του Κεμάλ, αποκρυσταλλώνονταν στο «Εθνικό Σύμφωνο» που υιοθετήθηκε από το τελευταίο οθωμανικό κοινοβούλιο (Ιανουάριος 1920) και συνίστατο στην ολοκλήρωση του έργου της τουρκικής εθνογένεσης, μέσω της εθνικής ομογενοποίησης-εκτουρκισμού, των αλλοεθνών πληθυσμών και της ενσωμάτωσης μείζονων εδαφών της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας στο (νέο) τουρκικό κράτος (Αντιόχεια, Αρδαχάν, Βατούμ, Καρς, Κιρκούκ, Μοσούλη, Ντερ αλ Ζορ, Σουλεϊμανία, Τζαραμπλούς, Χαλέπι, νησιά βορείου Αιγαίου, Δωδεκάνησα, δυτική Θράκη, Κύπρος). Στο περιβάλλον αυτό, η ιδιάζουσα θέση του ελληνισμού της Ιωνίας αναδεικνύονταν σε άμεση απειλή για την πραγμάτωση του. Δεν ήταν μόνο η οικονομική, πολιτισμική και πολιτική του πρωτοκαθεδρία, που εξήρε την μοναδικότητά του, αλλά κυρίως ο ελληνικός τρόπος του βίου που ανήγαγε την «κοσμόπολη» του ελληνισμού σε αέναη απειλή για τη συγκρότηση του τουρκικού έθνους-κράτους. Κατά τον μέντορα του τουρκικού στρατού, Γερμανό στρατηγό Λίμαν Φον Σάντερς: «Ουδέποτε, η Τουρκία θα έχει ασφάλεια στην δυτική Μικρά Ασία εφόσον εκεί είναι μια άλλη Ελλάδα».
Συναφώς ο αφανισμός της κοιτίδας του έξω-ελλαδικού ελληνισμού και της ελληνικής αστικής τάξης, αποτελούσε, σύμφωνα και με λεγόμενα του Αμερικανού προξένου στη Σμύρνη, George Horton, τον θεμελιώδη στόχο: «ενός σταθερού προγράμματος εξοντώσεως του Χριστιανισμού σε όλο το μήκος και πλάτος της Παλαιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας».
Το μέγεθος της καταστροφής για την «κοσμόπολη» του ελληνισμού της Ιωνίας ήταν ολοκληρωτικό, σηματοδοτώντας το τέλος της πολυπολεοτικής οργάνωσης του ελληνισμού, από τις απαρχές του, κατά τη διάρκεια των κρητομυκηναϊκών χρόνων (1700-1070 π.χ.) έως τις αρχές του 20ο αιώνα (1922), σε πόλεις και κοινά. Αρκεί η απλή καταγραφή μέρους των αρχειακών πηγών για ν’ αποκαλύψει την αλήθεια.
«Η νυξ της φρίκης. Η κολοσσιαία αυτή πυρκαία υπεχρέωσε τους κατοίκους πανικόβλητούς να τρέξουν προς την προκυμαίαν. Το θέαμα της προκυμαίας ήτο διαβολικώς αξιοθρήνητον […] η θέσις των εκεί προσφύγων επεδεινούτο έτι περισσότερον, ευρίσκετε μεταξύ πυρός και θαλάσσης, και το εις την απελπιστικήν ταύτην κατάστασιν ευρισκόμενον πλήθος διέσχιζον Τούρκοι στρατιώται οπλισμένοι. Λεηλασία, κλοπαί απέραντοι, και ακατανόμασται πράξεις ετέθησαν εις εφαρμογήν καθ’ όλην την γραμμήν κατά των πανικοβλήτων τούτων πληθυσμών, […]. Πολλοί εξ απελπισίας ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και κατέφυγον εις βασιλικά Ευρωπαϊκά πλοία, τα οποία δυστυχώς δεν τους εδέχθησαν. […]. Την πρωίαν της Πέμπτης της 14ης Σεπτεμβρίου 1922 (ν.η) ο κόλπος της Σμύρνης παρουσίαζε θέαμα τρομακτικόν, επί των κυμάτων έπλεον πτώματα πολυαρίθμων ανθρωπίνων πλασμάτων, ως να είχον ναυαγήσει ταυτοχρόνως πολλά πλοία. Υπήρχαν δε διάφοραι λέμβοι κατάμεστοι από πρόσφυγας επί της θαλάσσης, αναμένοντες σωτηρίαν. Ήρχισαν να καιώνται αι επί της προκυμαίας ευρισκόμεναι οικίαι».
«Οι Τούρκοι οδηγούν τους κατοίκους εις τας Εκκλησίας, τα σχολεία και τα μεγάλα κτίρια και τους έλεγον. Μη φοβείσθαι θα σας δώσωμεν. Και αφού τους, συνήθροιζον εκεί, τους έκαιον κατά μάζας. Είδον Τούρκους Αξιωματικούς να οδηγούν μικρά παιδιά εις την πυράν και εις την σφαγήν. Και δεν έσφαζον και δεν έκαιον μόνο Έλληνας και Αρμενίους, αλλά και Άγγλους. Οι δρόμοι είχον υπερπληρωθή πτωμάτων. Το παν εκαίετο. Παντού ανεδίδετο η οσμή της καμένης ανθρώπινης σαρκός. Η προκυμαία απετέλει κατάμαυρον όγκον από τον συνωστιζόμενον κόσμον».
Υπό το πρίσμα των ιστορικών γεγονότων του ξεριζωμού του ελληνισμού της Ιωνίας, το ερώτημα που τίθεται προς διερεύνηση στις αμέσως επόμενες γραμμές, συνδέεται με την ύπαρξη στρατηγικής για τη διαχείριση της ήττας, της Ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία, τον Αύγουστο του 1922. Αφορμώμενοι από τις επισημάνσεις του Ύπατου αρμοστή στη Σμύρνη, Αριστείδη Στεργιάδη, προς την αντιβενιζελική κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, και μελετώντας τα ιστορικά γεγονότα, η απάντηση είναι αποφατική. Αναλυτικότερα, με διαδοχικά του τηλεγραφήματα, στις 17/30 Αυγούστου 1922, ο Στεργιάδης επισημαίνει το ανοχύρωτο της πόλης, επισείει τον αναφυόμενο κίνδυνο για την διαβίωση των ελληνικών πληθυσμών, ζητώντας την άμεση λήψη πολιτικών-στρατιωτικών μέτρων για τη σύμπτυξη αμυντικής γραμμής στη Σμύρνη, παράλληλα με τη διπλωματική κινητοποίηση των δυνάμεων της Ανταντ για την ανάσχεση της Κεμαλικής προέλασης.
«Μόνη υπολειπομένη προσπάθεια είναι κατά την γνώμην μου να κρατήσωμεν στενήν περί την Σμύρνη γραμμήν των προ πολλού μελετηθείσαν αλλά ατυχώς μη ωχυρομένην και εκεί ανασυντασσόμενοι να προκαλέσωμεν επέμβασιν των Συμμάχων προς σωτηρίαν χριστιανικών πληθυσμών».
Η κυβέρνηση του Πρωτοπαπαδάκη, θα ζητήσει από τον Στεργιάδη τη λήψη διοικητικών μέτρων για την παρεμπόδιση της καθόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη ενδοχώρα προς τη Σμύρνη, ενώ τίθεται σε εφαρμογή η καθολική απαγόρευση της εξόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία, σύμφωνα με τον νόμο (2870/1922) περί διαβατηρίων, που ψηφίσθηκε στις 20 Ιουλίου του 1922, και προσέδιδε τη δυνατότητα αναχώρησης για την Ελλάδα μόνο σε κατόχους ελληνικού διαβατηρίου. Παράλληλα, η Ιη Ελληνική Μεραρχία, που βρίσκονταν στη Θράκη, θα μεταφερθεί, με μεταγωγικά πλοία, στο λιμάνι της Σμύρνης (23.8/5.9 1922). Δύο τάγματα της Ιης Μεραρχίας μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς προς τη Μαινεμένη, για να ανακόψουν το προσφυγικό κύμα προς τη Σμύρνη, ενισχύοντας παράλληλα το ηθικό των γηγενών πληθυσμών. Ο στόχος δεν επετεύχθη, καθότι η ορμή του προσφυγικού κύματος τα ανάγκασε να επιστρέψουν στη Σμύρνη, ενώ και οι άλλες μονάδες της Ιης Ελληνικής Μεραρχίας, αρνήθηκαν να αποβιβασθούν, απαιτώντας (και μάλιστα υπό την απειλή εξεγέρσεως) να επιστρέψουν στη Θράκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού που βρίσκονταν στην προκυμαία της Σμύρνης επιβιβάσθηκε, χωρίς κανέναν περιορισμό, σε καταπλέοντα πλοία, διαφεύγοντας από τη Μικρά Ασία, στις 25 Αυγούστου/ 7 Σεπτεμβρίου του 1922. Την αμέσως επόμενη ημέρα (26.8/8.9.1922) απέπλευσαν και τα τελευταία ελληνικά πλοία από το λιμάνι της Σμύρνης, μεταφέροντας τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Ακολούθησε η είσοδος μέρος του ιππικού του Κεμάλ στην ανοχύρωτη πόλη, (27.8/9.9.1922) με τις συνεπακόλουθες θηριωδίες που ξετυλίχθηκαν τις αμέσως επόμενες μέρες, μέχρι και τον εμπρησμό.
Καταλήγοντας, η επικαιρότητα του ζητήματος του αφανισμού των ελληνικών κοινών-πόλεων της Ιωνίας, συνέχεται με τις βαθύτερες γεωπολιτικές-γεωστρατηγικές του προεκτάσεις στην ιστορική διαχρονία και τις συμπαρομαρτούσες απολήξεις του, στην εσωτερική-εξωτερική πολιτική του ελλαδικού κράτους. Στις πρώτες εγγράφεται ο στρατηγικός ανταγωνισμός μεταξύ ναυτικών (Μεγάλη Βρετανία, Ηνωμένες Πολιτείες) και ηπειρωτικών δυνάμεων (Ρωσία) για τον έλεγχο της περιμέτρου της Ευρασίας και επέκεινα η ιδιάζουσα θέση-ρόλος των κρατών που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ανάσχεσης –Ελλάδα, Τουρκία, Ιράν. Στις δεύτερες εμπερικλείονται οι πολιτικές της ελληνικής κομματοκρατίας που κυριάρχησε στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, αμέσως μετά τη δολοφονία του πρώτου Έλληνα κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, (1831) δημιουργώντας συνθήκες οικονομικής, πολιτικής και στρατηγικής καχεξίας-επαιτείας. Στην προκειμένη περίπτωση οι Έλληνες Μικρασιάτες ταυτίζονταν με τον βενιζελισμό, γεγονός που απέκλειε τη συνάντησή τους με τους φορείς του παλαιοκομματισμού (βασιλικοί-αντιβενιζελικοί, θρόνος). Αφενός γιατί δεν είχαν καμία «οργανική συ-νάφεια» (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κ.λπ.) μαζί τους, και αφετέρου γιατί συνιστούσαν μια άμεση απειλή για την πολιτική τους επιβίωση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρίγκιπας Ανδρέας, διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1921), σε επιστολή του, στον Ι. Μεταξά (19.12.1921) : «Ἀπαίσιοι πραγματικῶς εἶναι οἱ ἐδῶ Ἕλληνες, ἐκτὸς ἐλαχίστων. Ἐπικρατεῖ Βενιζελισμὸς ὀγκώδης καὶ κατὰ τὴν 15ην Δεκεμβρίου εἶχον κλείσει σχεδὸν ὅλα τὰ καταστήματα. Θὰ ἤξιζε πράγματι νὰ παραδώσωμεν τὴν Σμύρνην εἰς τὸν Κεμὰλ διὰ νὰ τοὺς πετσοκόψῃ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀχρείους, οἱ ὁποῖοι φέρονται οὕτω κατόπιν τοῦ φοβεροῦ αἵματος ὅπερ ἐχύσαμεν ἐδῶ».