Εγγραφείτε στο Newsletter και κερδίστε 10% έκπτωση για την πρώτη σας παραγγελία!

Διονύσης Τσιριγώτης, Η καταστροφή της Σμύρνης

Η τελευταία πράξη του δράματος του Ελληνισμού της Ιωνίας εκτυλίχθηκε το απόγευμα της 31ης Αυγούστου/13ης Σεπτεμβρίου (παλαιό/νέο ημερολόγιο) του 1922, όταν η πυρκαγιά που εκδηλώθηκε την ίδια ημέρα στην αρμενική συνοικία, επεκτάθηκε στην ελληνική συνοικία της Σμύρνης.

Η εμπρηστική επίθεση των Νεότουρκων στην μητρόπολη του Ελληνισμού, εκδηλώθηκε αμέσως μετά από τις συστηματικές λεηλασίες των κεμαλικών στρατιωτικών δυνάμεων και των άτακτων ενόπλων ομάδων –Τσέτες– στην πόλη. Αντικειμενικός πολιτικός στόχος, ήταν η ολοκλήρωση της εθνικής ομογενοποίησης των αλλοεθνών πληθυσμών που διαβιούσαν στα ασιατικά (κυρίως) εδάφη της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Δεν ήταν μόνο η οικονομική, πολιτισμική και πολιτική πρωτοκαθεδρία του ελληνισμού της περιοχής που εξήρε την μοναδικότητά του, αλλά κυρίως ο ελληνικός τρόπος του βίου που ανήγαγε την «κοσμόπολη» του ελληνισμού σε αέναη απειλή για την συγκρότηση του τουρκικού έθνους. Κατά τον μέντορα του τουρκικού στρατού, Γερμανό στρατηγό Λίμαν Φον Σάντερς: « Ουδέποτε, η Τουρκία θα έχει ασφάλεια στην δυτική Μικρά Ασία εφόσον εκεί είναι μια άλλη Ελλάδα».

Το μέγεθος της καταστροφής για την μητρόπολη του Ελληνισμού της Ιωνίας ήταν ολοκληρωτικό, σηματοδοτώντας το τέλος της πολύ-πολεοτικής οργάνωσης του ελληνισμού, από τις απαρχές του, κατά τη διάρκεια των κρητομυκηναϊκών χρόνων (1700-1070 π.χ.), έως τις αρχές του 20ο αιώνα (1922), σε πόλεις και κοινά. Αρκεί η αναδίφηση σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές του διπλωματικού & ιστορικού αρχείου του Ελληνικού υπουργείου εξωτερικών, για να ξετυλιχθεί η ζωντανή καταγραφή των θηριωδιών που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της πυρπόλησης της Σμύρνης, καταγράφοντας το εύρος της «Δάντειας» τραγωδίας. Μεταξύ εκατοντάδων μαρτυριών, τα ακόλουθα αποσπάσματα περιγράφουν εναργώς το μέγεθος των βιαιοτήτων:

«Η νυξ της φρίκης. Η κολοσσιαία αυτή πυρκαία υπεχρέωσε τους κατοίκους πανικόβλητούς να τρέξουν προς την προκυμαίαν. Το θέαμα της προκυμαίας ήτο διαβολικώς αξιοθρήνητον […] η θέσις των εκεί προσφύγων επεδεινούτο έτι περισσότερον, ευρίσκετε μεταξύ πυρός και θαλάσσης, και το εις την απελπιστικήν ταύτην κατάστασιν ευρισκόμενον πλήθος διέσχιζον Τούρκοι στρατιώται οπλισμένοι. Λεηλασία, κλοπαί απέραντοι, και ακατανόμασται πράξεις ετέθησαν εις εφαρμογήν καθ’ όλην την γραμμήν κατά των πανικοβλήτων τούτων πληθυσμών, […]. Πολλοί εξ απελπισίας ερρίφθησαν εις την θάλασσαν και κατέφυγον εις βασιλικά Ευρωπαϊκά πλοία, τα οποία δυστυχώς δεν τους εδέχθησαν. […]. Την πρωίαν της Πέμπτης της 14ης Σεπτεμβρίου 1922 (ν.η) ο κόλπος της Σμύρνης παρουσίαζε θέαμα τρομακτικόν, επί των κυμάτων έπλεον πτώματα πολυαρίθμων ανθρωπίνων πλασμάτων, ως να είχον ναυαγήσει ταυτοχρόνως πολλά πλοία. Υπήρχαν δε διάφοραι λέμβοι κατάμεστοι από πρόσφυγας επί της θαλάσσης, αναμένοντες σωτηρίαν. Ήρχισαν να καιώνται αι επί της προκυμαίας ευρισκόμεναι οικίαι».

«Οι Τούρκοι οδηγούν τους κατοίκους εις τας Εκκλησίας, τα σχολεία και τα μεγάλα κτίρια και τους έλεγον. Μη φοβείσθαι θα σας δώσωμεν. Και αφού τους, συνήθροιζον εκεί, τους έκαιον κατά μάζας. Είδον Τούρκους Αξιωματικούς να οδηγούν μικρά παιδιά εις την πυράν και εις την σφαγήν. Και δεν έσφαζον και δεν έκαιον μόνο Έλληνας και Αρμενίους, αλλά και Άγγλους. Οι δρόμοι είχον υπερπληρωθή πτωμάτων. Το παν εκαίετο. Παντού ανεδίδετο η οσμή της καμένης ανθρώπινης σαρκός. Η προκυμαία απετέλει κατάμαυρον όγκον από τον συνωστιζόμενον κόσμον».

Υπό το πρίσμα των ιστορικών γεγονότων του ξεριζωμού του Ελληνισμού της Ιωνίας, το ερώτημα που τίθεται προς διερεύνηση στις αμέσως επόμενες γραμμές, συνδέεται με την ύπαρξη στρατηγικής για τη διαχείριση της ήττας, της Ελληνικής στρατιάς στη Μικρά Ασία, τον Αύγουστο του 1922. Αφορμώμενοι από τις επισημάνσεις του Ύπατου αρμοστή στη Σμύρνη, Αριστείδη Στεργιάδη, προς την αντιβενιζελική κυβέρνηση του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη και μελετώντας τα ιστορικά γεγονότα, η απάντηση είναι αποφατική. Αναλυτικότερα, με διαδοχικά του τηλεγραφήματα, στις 17/30 Αυγούστου 1922, ο Στεργιάδης επισημαίνει το ανοχύρωτο της πόλης, επισείει τον αναφυόμενο κίνδυνο για τη διαβίωση των ελληνικών πληθυσμών, ζητώντας την άμεση λήψη πολιτικών-στρατιωτικών μέτρων για τη σύμπτυξη αμυντικής γραμμής στη Σμύρνη, παράλληλα με τη διπλωματική κινητοποίηση των δυνάμεων της Ανταντ για την ανάσχεση της Κεμαλικής προέλασης.

«Μόνη υπολειπομένη προσπάθεια είναι κατά την γνώμην μου να κρατήσωμεν στενήν περί την Σμύρνη γραμμήν των προ πολλού μελετηθείσαν αλλά ατυχώς μη ωχυρομένην και εκεί ανασυντασσόμενοι να προκαλέσωμεν επέμβασιν των Συμμάχων προς σωτηρίαν χριστιανικών πληθυσμών».

Η κυβέρνηση του Πρωτοπαπαδάκη, θα ζητήσει από τον Στεργιάδη τη λήψη διοικητικών μέτρων για την παρεμπόδιση της καθόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη ενδοχώρα προς τη Σμύρνη. Ενώ τίθεται σε εφαρμογή η καθολική απαγόρευση της εξόδου των ελληνικών πληθυσμών από τη Μικρά Ασία, σύμφωνα με τον νόμο (2870/1922) περί διαβατηρίων, που ψηφίσθηκε στις 20 Ιουλίου του 1922, και προσέδιδε τη δυνατότητα αναχώρησης για την Ελλάδα μόνο σε κατόχους ελληνικού διαβατηρίου.

Παράλληλα, η Ιη Ελληνική Μεραρχία που βρίσκονταν στη Θράκη, θα μεταφερθεί, με μεταγωγικά πλοία, στο λιμάνι της Σμύρνης (23.8/5.9 1922). Δύο τάγματα της Ιης Μεραρχίας μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικώς προς τη Μαινεμένη, για να ανακόψουν το προσφυγικό κύμα προς τη Σμύρνη, ενισχύοντας παράλληλα το ηθικό των γηγενών πληθυσμών. Ο στόχος δεν επετεύχθη, καθότι η ορμή του προσφυγικού κύματος τα ανάγκασε να επιστρέψουν στη Σμύρνη, ενώ και οι άλλες μονάδες της Ιης Ελληνικής Μεραρχίας, αρνήθηκαν να αποβιβασθούν, απαιτώντας (και μάλιστα υπό την απειλή εξεγέρσεως) να επιστρέψουν στη Θράκη. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού που βρίσκονταν στην προκυμαία της Σμύρνης επιβιβάσθηκε, χωρίς κανέναν περιορισμό, σε καταπλέοντα πλοία διαφεύγοντας από τη Μικρά Ασία στις 25 Αυγούστου/ 7 Σεπτεμβρίου του 1922. Την αμέσως επόμενη ημέρα (26.8/8.9.122) απέπλευσαν και τα τελευταία ελληνικά πλοία από το λιμάνι της Σμύρνης, μεταφέροντας τις πολιτικές και στρατιωτικές αρχές. Ακολούθησε η είσοδος μέρος του ιππικού του Κεμάλ στην ανοχύρωτη πόλη, (27.8/9.9.1922) με τις συμπαρομαρτούσες θηριωδίες που ξετυλίχθηκαν τις αμέσως επόμενες μέρες, μέχρι και τον εμπρησμό.

Εν κατακλείδι, το αποτέλεσμα της καταστροφής αντικατοπτρίζονταν στην κοσμοαντίληψη των μετανοεμβριανών κυβερνήσεων για τον έξω-ελλαδικό ελληνισμό. Οι Έλληνες Μικρασιάτες ταυτίζονταν με τον βενιζελισμό, γεγονός που απέκλειε τη συνάντησή τους με τους φορείς του παλαιοκομματισμού (βασιλικοί-αντιβενιζελικοί, θρόνος). Αφενός γιατί δεν είχαν καμία «οργανική συ¬νάφεια» (οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική κ.λπ.) μαζί τους, και αφετέρου γιατί συνιστούσαν μια άμεση απειλή για την πολιτική τους επιβίωση. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο πρίγκιπας Ανδρέας, διοικητής του Β΄ Σώματος Στρατού (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1921), σε επιστολή του, στον Ι. Μεταξά (19.12.1921) :

«Ἀπαίσιοι πραγματικῶς εἶναι οἱ ἐδῶ Ἕλληνες, ἐκτὸς ἐλαχίστων. Ἐπικρατεῖ Βενιζελισμὸς ὀγκώδης καὶ κατὰ τὴν 15ην Δεκεμβρίου εἶχον κλείσει σχεδὸν ὅλα τὰ καταστήματα. Θὰ ἤξιζε πράγματι νὰ παραδώσωμεν τὴν Σμύρνην εἰς τὸν Κεμὰλ διὰ νὰ τοὺς πετσοκόψῃ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀχρείους, οἱ ὁποῖοι φέρονται οὕτω κατόπιν τοῦ φοβεροῦ αἵματος ὅπερ ἐχύσαμεν ἐδῶ».

photo: in.gr
Πηγή: imerazante.gr

Βιβλία του Διονύση Τσιριγώτη με τις Εκδόσεις Ποιότητα

Κύλιση στην κορυφή