Εγγραφείτε στο Newsletter και κερδίστε 10% έκπτωση για την πρώτη σας παραγγελία!

Οι πολεμικές συρράξεις στη Συρία και ο «χάρτης» της Μέσης Ανατολής

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 [από το βιβλίο της Μαίρης Μπόση, Η διεθνής ασφάλεια στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Οι αραβικές εξεγέρσεις και η περίπτωση της Συρίας]

Οι πολεμικές συρράξεις στη Συρία και ο «χάρτης» της Μέσης Ανατολής

4.1. Συρία (γενική αποτύπωση των παραμέτρων που καθοδηγούν την εμπόλεμη αντιπαράθεση)

Η Συρία είναι η χώρα που επέδειξε χαρακτηριστική αντοχή στις ταραχές (που εξελίχθηκαν σε εμφύλιο πόλεμο) και διατήρησε τη στήριξη των ενόπλων δυνάμεων, της επιχειρηματικής τάξης και του συντριπτικού τμήματος των πολιτών στην υπάρχουσα ηγεσία. Η κυβέρνηση του Αλαουίτη Μπασάρ αλ Άσαντ περιστοιχίζεται από εξτρεμιστικά Σούνι καθεστώτα και το Σιιτικό Ιράν. Στον αντίποδα, με στενή συνοριακή σχέση, βρίσκεται το Ισραήλ με το οποίο οι σχέσεις ήταν από τεταμένες έως συγκρουσιακές, ώστε οφείλουμε ειδική μνεία. 

Η Συρία, το Ιράκ και το Ιράν περιλαμβάνονται στον αμερικανικό κατάλογο των κρατών-τρομοκρατών και έχουν υποστεί το οικονομικό εμπάργκο που τους επιβλήθηκε για πολλά χρόνια. Μετά την εισβολή το 2003, το Ιράκ αν και έχει πλέον εξαιρεθεί από τον προαναφερόμενο κατάλογο, αποτελεί ένα μη-κράτος, ένα κράτος με έντονες διαχωριστικές εσωτερικές γραμμές. Το Ιράν βρίσκεται αντιμέτωπο με διεθνείς πιέσεις για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Οι σχέσεις του Ιράν με το Ισραήλ, ήδη από την αρχή της ιρανικής θρησκευτικής επανάστασης του 1979 μέχρι και σήμερα, είναι εξαιρετικά τεταμένες με διαρκείς ανταλλαγές ισχυρών κατηγοριών και διαρκή ανατροφοδότηση ενός φραστικού πολεμικού κλίματος. Η επιδείνωση της κατάστασης σημειώθηκε μετά την αναγγελία του Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα. Ενώ το Ιράν επιμένει ότι το προορίζει για ειρηνικούς σκοπούς, ωστόσο, δεν φαίνεται να πείθει το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, κράτη τα οποία μέσω των ασφυκτικών πιέσεις που ασκούν κινητοποίησαν και την ΕΕ με απώτερο στόχο να τεθεί υπό έλεγχο το πρόγραμμα του Ιράν. Η σχετική πρόταση όμως δεν έγινε αποδεκτή από τις κυβερνήσεις του Ιράν και το όλο ζήτημα παραμένει μια από τις βασικές αιτίες των διεθνών εντάσεων. 

Υπό ορισμένες απόψεις οι οποίες όμως απευθύνονται σε ευρύτατο ακροατήριο, στο ζήτημα της Συρίας και του πολέμου που άρχισε το 2011, το Ιράν παραμένει υποστηρικτής και σημαντικός προμηθευτής οπλικών συστημάτων στη συριακή κυβέρνηση. Το Ισραήλ αισθάνεται ανασφάλεια για τη δυναμική που αναπτύσσει το Ιράν το οποίο οιαδήποτε έκβαση και αν έχει ο πόλεμος στη Συρία διατηρεί ισχυρή την επιρροή το στο δυτικό Αφγανιστάν, σε τμήμα του σιιτικού Ιράκ και στον Λίβανο μέσω της Χεζμπολάχ του Λιβάνου. 

Με βάση ορισμένες απόψεις οι αλαουίτες της Συρίας (αν και είναι μειονότητα) είναι προτιμότεροι των σιιτών του Ιράν. Παρ’ όλα αυτά, η γενική ένταση της περιοχής που διαμορφώνεται στην περιοχή, η αστάθεια η οποία επικρατεί στο συνόλο των καθεστώτων και η διασπορά πολλών εξτρεμιστών μαχητών συνιστούν ένα ζήτημα ασφαλείας το οποίο εξετάζει με ιδιαίτερη βαρύτητα το Ισραήλ. Η αβεβαιότητα που προκαλεί στο Ισραήλ η γενικευμένη αστάθεια εντάθηκε με την εκλογή του Μόρσι (2012) στην Αίγυπτο, καθώς η διατυπωμένη θέση της οργάνωσης των Αδελφών Μουσουλμάνων υπήρξε ανέκαθεν εχθρική απέναντί τους. Η έντονη διάθεση που έδειξε το Ισραήλ και οι προσπάθειές του να πείσει τους Αμερικανούς και την ΕΕ να επέμβουν στη Συρία και το Ιράν απέβησαν άκαρπες. Οι εξελίξεις όμως στην Συρία εντείνουν την εγρήγορση και τη στάση «ένοπλης» επαγρύπνησης. Η τακτική αυτή μεταξύ των δύο κρατών, διατηρείται ήδη από τη δεκαετία του 1940, δηλαδή από την εποχή της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ. Όμως η σιωπηρή στάση την οποία έχουν τηρήσει, παρά τις διαρκείς φραστικές εντάσεις, επέφερε μια κατάσταση «ανοχής» μεταξύ τους. Ο πόλεμος στη Συρία και η πιθανότητα να επιβληθούν στην ηγεσία ακραία στοιχεία του ριζοσπαστικού Ισλάμ, η πιθανή διάλυση της χώρας και η διάχυση των ακραίων στην περιοχή, ανησυχεί το Ισραήλ περισσότερο από την πιθανή τελική επικράτηση του Άσαντ. 

Από τα πρώτα στάδια της κρίσης στη Συρία, οι διαμάχες εντοπίστηκαν μεταξύ των κυβερνητικών δυνάμεων και των «αντιφρονούντων μαχητών» με ισχυρά θρησκευτικά και φυλετικά διαχωριστικά χαρακτηριστικά, ενώ οι εξτρεμιστικές ισλαμικές ομάδες οι οποίες έφταναν στο συριακό έδαφος μέσω Τουρκίας άρχισαν να ασκούν αυξημένη στρατιωτική και ιδεολογική επιρροή στο διασπασμένο στρατόπεδο που μάχονταν εναντίον των κυβερνητικών δυνάμεων. 

Στον πόλεμο της Συρίας οι εναντίον του καθεστώτος του Άσαντ ένοπλοι αποτελούσαν για ορισμένο (μικρό) χρονικό διάστημα ένα ερωτηματικό. Το 2012 ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Leon Panetta, ανέφερε για πρώτη φορά ότι οι «μαχητές» που πολεμούν τις κυβερνητικές δυνάμεις αποτελούνται από μέλη της τρομοκρατικής οργάνωσης της Αλ Κάιντα. Έκτοτε, τα δημοσιεύματα που αναφέρονταν στην είσοδο «μαχητών», «αντικαθεστωτικών», «τρομοκρατών», «αντιφρονούντων», «εξτρεμιστών», «τζιχαντιστών», «επαναστατών», «μισθοφόρων» κ.ά., στο συριακό έδαφος αναφέρονται και σε έναν «πόλεμο δια αντιπροσώπων» που χρηματοδοτείται από πηγές του εξωτερικού με στόχο την ανατροπή του Άσαντ και τη μετατροπή της Συρίας σε ισλαμικό κράτος. Η εξέλιξη αυτή ανέκοψε πολλές επικριτικές φωνές απέναντι στο καθεστώς του Άσαντ, του οποίου την πτώση οραματίζονταν οι δυτικοί  με τη βοήθεια της συντονισμένης δράσης των αντικαθεστωτικών και τη συμπαγή στάση των πολιτών της χώρας εναντίον του. Αντίθετα η αντιπολίτευση έδειξε από την αρχή ότι ήταν αδύναμη, ενώ τη στήριξαν, τελικά, πολλοί «μαχητές» αμφιβόλου προέλευσης και κινήτρων οι οποίοι κατέληξαν να πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου. 

Η παρουσία της Αλ Κάιντα, της Αλ-Νούσρα, του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε του Harakat Ahrar al-Sham al-Islamiyah και άλλων οργανώσεων του ισλαμικού εξτρεμισμού αρχικά στο πλευρό του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (Free Syrian Army) που αποτελείται από ένα μείγμα αποστατών στρατιωτικών, παραστρατιωτικών οργανώσεων και πολιτών από διάφορες θρησκευτικές εξτρεμιστικές ομάδες και στη συνέχεια από διάφορους μαχητές οι οποίοι προσήλθαν ευκαιρειακά με στόχο το ιδιωτικό όφελος, δημιούργησαν μια κατάσταση που έτυχε διεθνούς προβολής και ενδιαφέροντος, ως πόλεμος της Συρίας. Η γνωστοποίηση ότι οι εν λόγω πολεμιστές δεν εμφορούνται από μία ταυτόσημη ιδεολογία, αλλά αποτελούν ένα μείγμα ιδιοτελών συμφερόντων το οποίο μάχεται έναντι αμοιβής από ξένα συμφέροντα ανέτρεψε σταδιακά τις απόψεις περί δυτικής επέμβασης. 

Ο ΟΗΕ με Έκθεση του επικεφαλής ερευνητή Paulo Sergio Pinheiro αναφέρθηκε στην παρουσία και στη δράση «εκατοντάδων ισλαμιστών ή τζιχαντιστών» στις μάχες εντός του συριακού εδάφους. Ο Pinheiro επεσήμανε τη «δραματική αύξηση των σεκταριστικών εντάσεων» και έκανε ιδιαίτερη αναφορά στους ξένους μαχητές οι οποίοι μπορεί να μην συγκρίνονται με έναν ισχυρό στρατό που εισβάλλει στη Συρία, ωστόσο, είναι βέβαιο ότι «…δεν μάχονται υπέρ της δημοκρατίας και των ελευθεριών παρά μόνο για τις δικές τους ατζέντες»  

Η πρόσβαση των εξτρεμιστών στη Συρία πραγματοποιείται με την ανοχή της Τουρκίας και την αρωγή των εξτρεμιστικών οργανώσεων της Λιβύης, της Ιορδανίας, του διασπασμένου Ιράκ και των κρατών του Κόλπου. Οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις (sites) των εξτρεμιστών έδωσαν στη δημοσιότητα πολλά εκκλήσεις για προσέλευση ακόμη περισσότερων «μαχητών» με στόχο την τελική νίκη κατά του Άσαντ. Η πρόσκληση που απευθύνουν μέσω διαδικτύου αναφέρει ρητά ότι τα καλέσματα αφορούν σε μαχητές του «ιερού πολέμου» και τη σταδιακή δημιουργία του «ισλαμικού κράτους στη Συρία»., Οι διαφορετικές οργανώσεις που μάχονται στη Συρία κατά των ενόπλων δυνάμεων του Άσαντ δεν έχουν απαραίτητα και την ίδια στρατηγική ή δεν επιθυμούν το ίδιο αποτέλεσμα. Κάποιοι εξ αυτών διαθέτουν οικονομική στήριξη και έχουν τη δυνατότητα να υποσχεθούν οικονομικά αγαθά στους στρατολογούμενους, εάν προστεθούν στις τάξεις τους, άλλοι σχετίζονται με εθνικά ή θρησκευτικά πιστεύω και κάποιοι στηρίζονται σε κοινωνικές διαπραγματεύσεις για το μέλλον των περιοχών που μάχονται. Συνήθως οι οικονομικά ισχυρές ομάδες είναι αυτές που επιβιώνουν καθώς κατορθώνουν να απομονώσουν τις κοινωνικά σκεπτόμενες ή τις ομάδες με εθνικά ιδεώδη, μετατρέποντας στο τέλος τις εντάσεις σε μάχες για χρηματικούς λόγους και γρήγορο πλουτισμό. 

Κάποιες άλλες απόψεις πάλι προτείνουν ότι η ανάπτυξη του ισλαμικού κινήματος με την ακραία θρησκευτική τάση προήλθε από ένα «μικρο-επίπεδο ειδικών διεργασιών σε συνδυασμό με αλλαγές σε κοινωνικό επίπεδο» αναδεικνύοντας με τον τρόπο αυτό τις μεταβλητές του θρησκευτικού περιεχομένου τους. Εδώ αναφερόμαστε στον ισλαμισμό στον οποίο υπάρχουν τα χαρακτηριστικά του “multiplicity and diversity” του πολυεπίπεδου και διαφορετικού δηλαδή ή της ποικιλίας και πολλαπλότητας. Όπως όλες οι μεγάλες θρησκείες –τουλάχιστον οι τρεις μεγάλες που προήλθαν από την Παλαιά Διαθήκη και τον γενάρχη Αβραάμ– εμπεριέχουν πολλές και διαφορετικές ερμηνείες με διαφορετικά επίπεδα και ποικιλία αντιλήψεων αλλά και διαφορετικότητα όσον αφορά την τελική αποδοχή των ερμηνειών από τους πιστούς. Υπό αυτό το σκεπτικό οι εξτρεμιστές ισλαμιστές ανταποκρίνονται στις πολιτικές καταστάσεις μέσα από την αναγνώριση των παγκόσμιων ιστορικών θρησκευτικών γεγονότων, αλλά παράλληλα διατηρούν και συντηρούν ένα πάγιο πεδίο ιδεολογικών στόχων, ανατρέποντας τις πάγιες διδαχές της θρησκείας, προκειμένου να συντηρούν τη σχετικότητα των απόψεών τους. Δηλαδή «…διατηρούν με αποφασιστικότητα τις συντηρητικές θρησκευτικές τους απόψεις τις οποίες ισορροπούν με πρόθεση να τις υιοθετήσουν ως πολιτικές απόψεις».

Μαζί με τους «μαχητές» των οργανώσεων του ισλαμικού εξτρεμισμού που πολεμούν στη Συρία μετέχουν και πολλοί Ευρωπαίοι μουσουλμάνοι. Τα ευρωπαϊκά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έχουν δώσει και αριθμούς πολιτών τους που έφυγαν από τις χώρες τους για να πολεμήσουν στη Συρία. Η βρετανική Independent ανέφερε για περισσότερους από 100 Βρετανούς, η γαλλική Le Figaro για 80 Γάλλους, το Γερμανικό Der Spiegel αναφέρεται σε δεκάδες Γερμανούς, η Jyllands-Posten της Δανίας για 45, οι  ολλανδικές πηγές για περισσότερους από 100 πολίτες που αναχώρησαν από τις ευρωπαϊκές χώρες για να στηρίξουν τη συριακή αντιπολίτευση. 

Συνολικά οι αριθμοί των μετεχόντων μαχητών από ευρωπαϊκές χώρες ή άλλες χώρες εκτός της Συρίας κυμαίνονται από 600 έως 5.500, δίνοντας μια πρόσθετη διάσταση η οποία είχε συζητηθεί και στην περίπτωση του Ιράκ, αλλά εντέχνως δεν είχε αποκαλυφθεί από τα δυτικά κυρίως Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ορισμένα δημοσιεύματα αναφέρουν αναλυτικά τα κράτη προέλευσης των ατόμων που ταξίδεψαν στη Συρία. Πολλοί από αυτούς που μάχονται κατά του Άσαντ, δεν εμφορούνται από ιδεολογικά ή θρησκευτικά πιστεύω, αλλά βρίσκονται εκεί αμειβόμενοι από κράτη, υπηρεσίες ή μη κυβερνητικές οργανώσεις. Επιτελούν δηλαδή ένα επάγγελμα που γνωρίζουν, αυτό του επαγγελματία πολεμιστή, κάτι που ενώ αρχικά υπήρξε διάθεση να κρατηθεί μυστικό από τους φορείς που τους απέστειλαν, στη συνέχεια, όταν έγινε γνωστό, οι ίδιοι οι φορείς αντιμετώπισαν το γεγονός με κυνισμό. Οι γνώσεις που κατέχουν οι μισθοφόροι στην πολεμική τέχνη θεωρούνται  πολύτιμες επειδή στο μεγαλύτερο μέρος τους τα στελέχη του αντιπολιτευόμενου στρατού δεν διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις. Εν κατακλείδι, οι τάσεις της αντιπολίτευσης στηρίζονται από ένα ιδιότυπο μισθοφορικό στράτευμα O Άσαντ με τη σειρά του, κατηγόρησε τη δύση και τα γειτονικά κράτη, Τουρκία και Ιορδανία, για την ανοχή στους εισαγόμενους μαχητές δια μέσου των κοινών συνόρων τους, τονίζοντας το «κόστος που θα έχουν τα δυτικά κράτη, όταν αυτό το δίκτυο τρομοκρατών που τώρα στηρίζουν διαχυθεί στις δικές τους χώρες». 

Η Τουρκία διαθέτει κοινά σύνορα με τη Συρία με μια περιοχή στο νότιο τμήμα όπου κατοικείται από Άραβες (η περιοχή ονομάζεται Hatay και είναι αποτέλεσμα του άτακτου διαχωρισμού των συνόρων που έγινε μετά την αποχώρηση των γάλλων αποικιοκρατών από τη Συρία), οι οποίοι είναι Αλεβίτες και Σούνι στο θρήσκευμα. Οι σεκταριστικές διαμάχες στη Συρία ανάμεσα στις διαφορετικές θρησκευτικές τάσεις, έχουν επηρεάσει και αυτή την τουρκική επαρχία που συγκρατεί την Τουρκία να επέμβει στη Συρία, λόγω των προβλημάτων που θα αντιμετώπιζε η Τουρκία εντός της δικής της επικράτειας. Καθώς στην πλειονότητά τους οι κάτοικοι της περιοχής δεν είναι ακραίων θρησκευτικών αντιλήψεων, δεν υποστηρίζουν το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ερντογάν. Με τα γεγονότα της Συρίας και τη δημοσιοποίηση της στήριξης που προσφέρει ο Ερντογάν στη συριακή αντιπολίτευση αλλά και στην ελεύθερη χρήση των συνόρων από τους φανατικούς μαχητές της Αλ Κάιντα και άλλων οργανώσεων του ισλαμικού εξτρεμισμού για να πολεμήσουν τον Άσαντ, οι Άραβες/Τούρκοι πολίτες της περιοχής διαδήλωσαν δυναμικά εναντίον της τουρκικής κυβέρνησης. Οι ίδιοι έχουν τοποθετηθεί δημόσια και έχουν δηλώσει τη στήριξη τους στην παρούσα κυβέρνηση της Συρίας, όχι μόνο λόγω κοινού θρησκεύματος αλλά και επειδή θεωρούν ότι η νόμιμη κυβέρνηση της Συρίας είναι αυτή που εκπροσωπείται από τον Άσαντ. Την ίδια άποψη έχουν διατυπώσει και οι Τούρκοι αλεβίτες που αποτελούν το 15% το τουρκικού πληθυσμού. Υπό μία έννοια και παρά τους διατυπωμένους εκβιασμούς για επέμβαση στη Συρία, ο λόγος για τον οποίο η Τουρκία δεν έχει επιχειρήσει επέμβαση οφείλεται και στην ύπαρξη της σχετικά μεγάλης αλεβίτικης μειονότητας. Ταυτόχρονα οι κακές σχέσεις της κυβέρνησης του Ερντογάν με τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας δημιουργούν πρόσθετα προβλήματα σε μια πιθανή επέμβαση στη Συρία. Έτσι, χωρίς τη στήριξη του ΝΑΤΟ, οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας δείχνουν απρόθυμες να επέμβουν στο συριακό έδαφος. 

Η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ με δηλωμένη την απόλυτη αντίθεσή τους στο καθεστώς Άσαντ ανέλαβαν την πρωτοβουλία να διοχετεύσουν όπλα στους «αντιστασιακούς» της Συρίας. Τα όπλα όμως που διοχετεύονται στη Συρία βρίσκονται ήδη στα χέρια των ισλαμικών οργανώσεων και όχι στους μαχητές που αποδέχεται η δύση ως «νόμιμη» αντιπολίτευση. Ως εκ τούτου, η έλλειψη συγκροτημένης αρχής και δομημένης αντιπολίτευσης είναι η αιτία που διαχέει τα όπλα προς άγνωστες κατευθύνσεις ή κατά κάποιο «παράξενο» τρόπο όλα καταλήγουν στις τρομοκρατικές οργανώσεις. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις με έδρα τη Σαουδική Αραβία έχουν προσφέρει ιδιαίτερα μεγάλη χρηματοδότηση σε εξτρεμιστικές ομάδες. Μετά τη διάλυση της Al-Haramain Islamic Foundation (AHIF), που έχει κατηγορηθεί για χρηματοδότηση πολλών τρομοκρατικών ενεργειών με στόχους δυτικούς και κυρίως Αμερικανούς πολίτες, έχουν δημιουργηθεί νέες οργανώσεις στα πρότυπα των παλαιών με στόχο τη δημιουργία θρησκευτικού τύπου κράτους στη Συρία. Η Σαουδική Αραβία πρωτοστατώντας στην πολιτική κατά της Συρίας ανέδειξε τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των θρησκευτικών τάσεων (Σουνιτών/Σιιτών), οι οποίες εντοπίζονται όχι μόνο στις διαφωνίες σχετικά με το μπααθικό σύστημα διακυβέρνησης αλλά και στην υποστήριξη προς τη Συρία, το Ιράν και τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου η οποία υποστηρίζεται έμπρακτα από το Ιράν.

Ακολούθως, το στρατιωτικό σκέλος της οργάνωσης Χεζμπολάχ του Λιβάνου σε συνεργασία με το Ιράν στηρίζουν απροκάλυπτα τις ένοπλες δυνάμεις της Συρίας.  Ο ηγέτης της οργάνωσης Hassan Nasrallah με δήλωσή του στις 25 Μάη 2013 ανήγγειλε τη συμμετοχή του στον πόλεμο της Συρίας και την υποστήριξή του στις κυβερνητικές δυνάμεις. Η παρουσία τους έχει ενισχύσει τις δυνάμεις του Άσαντ και επηρέασε θετικά την εξέλιξη των μαχών υπέρ της κυβέρνησης. Η επιρροή που ασκεί στον Λίβανο σε συνδυασμό με τη στάση αντιπαλότητας απέναντι στο Ισραήλ, που έχει εκδηλωθεί με αρκετές αλλά σύντομες πολεμικές αναμετρήσεις,  την έχει αναγάγει ως σημαντικό παίκτη στη σκηνή της Μέσης Ανατολής. Η συμμετοχή της ίδιας οργάνωσης στον πόλεμο της Συρίας αποτελεί έναν πονοκέφαλο λιγότερο για το Ισραήλ, καθώς οι δυνάμεις της δεν επαρκούν για να διεξάγει πόλεμο σε δύο μέτωπα. Όμως η στήριξη των μαχητών της Χεζμπολάχ στη Συρία έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ευάλωτη κοινωνία και την κυβέρνηση του Λιβάνου. Οι αυξήσεις των πολύνεκρων τρομοκρατικών ενεργειών μεταξύ ένοπλων εξτρεμιστών Σουνιτών που προέρχονται από τη Συρία και χρηματοδοτούνται από τις χώρες του Κόλπου εναντίον των ένοπλων Σιιτών της Χεζμπολάχ έχουν αυξήσει κατακόρυφα την ανασφάλεια στον Λίβανο. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο πληθυσμός του Λιβάνου αυξήθηκε κατά 20%, λόγω της εισροής Σύρων προσφύγων που αριθμούν σε πάνω από  ένα εκατομμύριο άτομα, τότε αντιλαμβανόμαστε την έκταση του προβλήματος, της αστάθειας και της βίας που αναπτύσσεται στην ευρύτερη περιοχή. 

Από την άλλη πλευρά, η στήριξη που παρέχει το Ιράν προς τη Συρία δεν είναι δίχως ανταλλάγματα. Σε πληθώρα αρθογραφίας που κυρίως προέρχεται από αμερικανικές και ισραηλινές πηγές τονίζεται η αρνητική άποψη της δύσης απέναντι στην κινητικότητα που επιδεικνύει το Ιράν υπέρ των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων. Τονίζουν, επίσης, τη διάθεση του Ιράν να ηγηθεί του αραβικού κόσμου –κυρίως των Σιιτών– σε μια γενικότερη περιοχή που αποτελείται από Σούνι, τη γεωστρατηγική διάθεση του Ιράν να αποκτήσει έξοδο στη Μεσόγειο θάλασσα και την πάγια θέση του να αναδειχθεί σε σημαντικό παίκτη στο σύνολο της περιοχής. Στις έμπρακτες διαθέσεις του Ιράν να στηρίξει τον Άσαντ ανταπάντησε η Σαουδική Αραβία, στηρίζοντας την αντιπολίτευση και τον πόλεμο δια αντιπροσώπων που διεξάγεται στη Συρία. Ο καθηγητής Ι. Μάζης αναφέρει: 

Η στρατηγική σημασία της Συρίας εντός αυτού του «άξονα της αντίστασης» είναι απολύτως κεντρική ή σημαντική για το Ιράν. Η Συρία είναι το μοναδικό κράτος που είναι στενός σύμμαχος του Ιράν στην περιοχή. Μια στρατηγική συνεργασία που άρχισε το 1979 και μια συνεργασία που δεν στηρίζεται σε θρησκευτικές ή ιδεολογικές βάσεις, αλλά διατηρείται μόνο για τα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά αμοιβαία συμφέροντα. Η διακυβέρνηση του Άσαντ παρέχει στο Ιράν το απαραίτητο ζωτικό στρατηγικό βάθος, το οποίο δίνει στην Τεχεράνη βασική πρόσβαση στο γεωπολιτικό σύστημα της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου», συνεχίζοντας ο Ι. Μάζης επεκτείνεται και στη σχέση που αναπτύσσεται στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο, κυρίως των σχέσεων μεταξύ του Ιράν, του Ιράκ και της Συρίας αναφερόμενος στον «…σχετικά πρόσφατο έλεγχο που ασκεί η Τεχεράνη στο μετά τον Σαντάμ Χουσεΐν Ιράκ, δίνει στο Ιράν τη μοναδική ευκαιρία να εδραιώσει το δικό του ισχυρό γεωστρατηγικό σύμπλεγμα, δηλαδή μια οριζόντια σχέση που επεκτείνεται από την κεντρική Ασία έως τις ακτές της Μεσογείου. Η Συρία με τη μοναδική της γεωπολιτική κεντρικότητα στο σύμπλεγμα των γεωσυστημικών δυνάμεων της Μέσης Ανατολής αποτελεί το συνεκτικό σημείο του ιρανικής εμπνεύσεως οριζόντια γεωστρατηγική σχέση. 

Η άποψη που αναφέρθηκε έχει ειδική βαρύτητα, αν υπολογίσουμε τη διάρκεια των ανακατατάξεων στη γενικότερη γεωγραφική περιοχή, τη δυναμική του πλούτου που εμπεριέχουν τα εδάφη τους και την αυξημένη βαρύτητα του δυτικού ενδιαφέροντος για το αποτέλεσμα των εξελίξεων. Εξελίξεις για τις οποίες υπάρχει σημαντικό ενδιαφέρον όσο και κινητικότητα, ώστε να προληφθούν τυχόν αρνητικά προς τα δυτικά συμφέροντα αποτελέσματα. 

Η ακραίων θρησκευτικών αντιλήψεων (σουνιτική) Σαουδική Αραβία αντιμετωπίζει δυναμικά τις τάσεις των αντιφρονούντων στο εσωτερικό της, συνήθως με παροχές οικονομικού τύπου. Οι σχέσεις που διατηρεί το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας με τις ΗΠΑ, έχουν επιτρέψει να αναπτυχθούν πολλές ομάδες διαφωνούντων στη χώρα οι οποίες συχνά εκφράζονται με τη βία. Παρ’ όλα αυτά, η τάση αλλαγών στη Μέση Ανατολή και η γενική αναστάτωση που προκλήθηκε, δεν είχε εμφανές αντίκτυπο στη χώρα κυρίως λόγω της άμεσης κινητικότητας του βασιλείου να στηρίξει την αντιπολίτευση στη Συρία και να αναγάγει τον πόλεμο σε θρησκευτικού τύπου αντιπαράθεση.

Η πλευρά των κυβερνητικών δυνάμεων του βασιλείου στην πολεμική ρητορεία της για τη Συρία, αναφέρει ότι στις συμπλοκές μετέχουν και μαχητές από τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου και την Quds Force μια παραστρατιωτική οργάνωση από το Ιράν. Η Τουρκία που παρέχει διέλευση στους εξτρεμιστές μαχητές για τις μάχες στη Συρία, δήλωσε ότι ο Μπασάρ αλ Άσαντ έχει δημιουργήσει ένα «τρομοκρατικό κράτος». Σε δημόσια ομιλία του ο Ταγίπ Ερντογάν ανέφερε: «Το καθεστώς της Συρίας έχει μετατρέψει τη χώρα σε κράτος τρομοκρατών». Η Τουρκία εξέφρασε εξαρχής την διαφωνία της για το καθεστώς του Άσαντ και προέβλεψε ότι ο σύριος ηγέτης θα ανατραπεί με συνοπτικές διαδικασίες, αλλά η πορεία και η εξέλιξη των μαχών την έχουν διαψεύσει. Η Τουρκία συντάχθηκε άμεσα με τον Αραβικό Σύνδεσμο, τις ΗΠΑ και τα κράτη-μέλη της ΕΕ για να στηρίξει τους αντικαθεστωτικούς αλλά η έκβαση των μαχών έδειξε ότι τα ετερόκλητα στοιχεία τα οποία απαρτίζουν τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις δεν αποτελούν εγγύηση για το μέλλον, ενώ η μόνη ενωτική δύναμη για να αποτραπεί η διάλυση της χώρας παραμένει ο Άσαντ. Αν και το μέλλον του ιδίου του καθεστώτος είναι αβέβαιο λόγω της έντονης άρνησης της διεθνούς κοινότητας, η διάδοχη κατάσταση δεν έχει σαφή προέλευση ή πολιτικό στίγμα. 

Από τις Εκδόσεις Ποιότητα κυκλοφορούν τα παρακάτω βιβλία της Μαίρης Μπόση: Η διεθνής ασφάλεια στον μεταψυχροπολεμικό κόσμο. Οι αραβικές εξεγέρσεις και η περίπτωση της Συρίας, Οι όψεις της διεθνούς ασφάλειας, Θαλάσσια πειρατεία-τρομοκρατία

     

Κύλιση στην κορυφή