Απόσπασμα από το βιβλίο του Perez Zagorin, Θουκυδίδης. Μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (εκδόσεις Ποιότητα). Μετάφραση Κωνσταντίνος Κολιόπουλος, Επιστημονική επιμέλεια Π. Ήφαιστος. Το απόσπασμα δεν συμπεριλαμβάνει τις υποσημειώσεις.
«Αλλά θα είμαι ικανοποιημένος αν το έργο μου κριθεί ωφέλιμο από όσους θελήσουν να έχουν ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν και εκείνων που θα συμβούν στο μέλλον, τα οποία, με δεδομένη την ανθρώπινη κατάσταση, θα είναι όμοια ή παραπλήσια. Έγραψα την ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι σαν έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο». (Α 22, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, Θουκυδίδης, μτφ. του συγγραφέα)
«Το πρώτο πράγμα που ο Θουκυδίδης λέει στους αναγνώστες του σχετικά με το έργο που έχει γράψει είναι ότι το θέμα του είναι ένας πόλεμος, ένας πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων. Η δήλωση αυτή υπαινίσσεται τη συμπερίληψη της πολιτικής στο έργο, καθώς ο Θουκυδίδης θεωρεί δεδομένο ότι η τελευταία είναι αδιαχώριστη από τον πόλεμο και αναγκαία για τη κατανόηση του. Έτσι, είναι ο πρώτος ιστορικός που γράφει μια πολιτική ιστορία επικεντρωμένη σε έναν πόλεμο».
Σκέψεις για την ιστορία
Ο χαρακτήρας του Θουκυδίδη ως φιλοσοφικού ιστορικού φαίνεται επίσης τόσο στην ιστορική του πρακτική και στις δηλώσεις του γι’ αυτήν, όσο και στις ιδέες του για την ίδια την ανθρώπινη ιστορία. Είναι εμφανές ότι κατά τη συλλογή πληροφοριών για τη συγγραφή της ιστορίας του, αφιέρωσε πολλή σκέψη στο ποια ήταν η κατάλληλη μέθοδος για να ερευνηθεί το παρελθόν. Ο πρωταρχικός του στόχος ως ιστορικού ήταν να παράσχει «ακριβή γνώση των γεγονότων που συνέβησαν», ώστε να χρησιμεύσει σε εκείνους που ήθελαν να
καταλάβουν τα όσα μπορεί να συμβούν στο μέλλον. Δήλωσε ότι αν κατόρθωνε να πετύχει αυτόν τον στόχο, «θα είμαι ικανοποιημένος» (A 22). Στα πλαίσια αυτού του στόχου, προσπάθησε να διατηρήσει μια σταθερά κριτική προσέγγιση αναφορικά με τα γεγονότα που εισέρχονταν στην αφήγησή του. Η Αρχαιολογία, η εκ μέρους του ανασύνθεση, στο πρώτο βιβλίο, των εξελίξεων της πρώιμης ιστορίας της Ελλάδας, ασχολήθηκε με μια απόμακρη εποχή καλυμμένη από θρύλους. Σε σχέση με αυτό το θέμα σχολίασε ότι «οι άνθρωποι, όταν πρόκειται ακόμα και για τη δική τους πατρίδα, δέχονται αβασάνιστα τα όσα ακούνε για το παρελθόν» (Α 20). Απέρριψε τις φαντασιοπληξίες και τις υπερβολικές ιστορίες των ποιητών και των χρονογράφων που επιδίωκαν να τέρψουν μάλλον παρά να εξακριβώσουν την αλήθεια, και των οποίων οι δηλώσεις δεν μπορούν να ελεγχθούν. Ανέφερε ότι τα περισσότερα γεγονότα δεν είναι πλέον ελέγξιμα καθώς έχει περάσει πολύς χρόνος, αλλά θα έπρεπε να θεωρηθεί ότι «τα γεγονότα αυτά έχουν εξακριβωθεί με βάση τις πιο σοβαρές ενδείξεις» (Α 21). Βασισμένη σε μια ποικιλία πηγών και συμπερασμάτων λογικής ανάλυσης, η περιγραφή του για εκείνη την περίοδο ήταν ένα επίτευγμα ιστορικής σκέψης. Προσπάθησε να εφαρμόσει το ίδιο κριτικό πνεύμα στην έρευνα του Πελοποννησιακού πολέμου, που ήταν «ο μεγαλύτερος» της ελληνικής ιστορίας (A 1) και τον οποίο ο Θουκυδίδης έζησε. Σχετικά με τα γεγονότα του πολέμου, ο Θουκυδίδης δηλώνει ρητά ότι αναφέρει μόνο τα όσα είδε ο ίδιος ή έμαθε από άλλους έπειτα από «προσεκτική έρευνα» και από επισταμένη εξέταση των μαρτυριών διάφορων ανθρώπων για το κάθε συμβάν (Α 22). Για τις δημηγορίες, εφόσον τις έγραψε ο ίδιος, φυσικά δεν ισχυρίζεται ότι έχουν το ίδιο επίπεδο ακρίβειας. Όμως, εκτός και αν το κριτικό του πνεύμα τον εγκατέλειψε τελείως, είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι προσπάθησε, όπως είπε, να συμπεριλάβει σε αυτές το αληθινό νόημα ή τη σημασία των όσων είπε ο κάθε ομιλητής, ακόμη κι αν αυτό το νόημα έχει διατυπωθεί και διαμορφωθεί με τη σκέψη και τα λόγια του ίδιου του Θουκυδίδη.
Ενώ ο Θουκυδίδης μπορεί ενδεχομένως να είχε επηρεαστεί από ορισμένες σκεπτικιστικές ιδέες σχετικά με τη δικαιοσύνη και την ηθική που είχαν διατυπωθεί από σοφιστές δασκάλους ρητορικής, ουδέποτε αμφισβήτησε ότι η αλήθεια είναι εφικτή στην ιστορία. Όπως έχει σωστά πει ο Η.-Ρ. Stahl, «μετέτρεψε τον αγώνα για την ανόθευτη αλήθεια σε έργο ζωής του, ένα έργο του οποίου τη δυσκολία γνώριζε καλά». Όχι μόνο προσπάθησε επίπονα να εξακριβώσει την αλήθεια, όπως πληροφορεί τον αναγνώστη, αλλά είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι η ιστορική αλήθεια σε σχέση με τα γεγονότα του πολέμου και με την κατανόηση της σημασίας και του νοήματος τους ήταν ο κορυφαίος σκοπός του έργου του. Τα συμπεράσματά του δεν ήταν σχεδόν ποτέ προσωρινά, και ο ίδιος πολύ σπάνια ήταν αβέβαιος. Διόρθωσε κενά και λάθη προγενέστερων συγγραφέων (π.χ. A 97), καθώς και ορισμένες δημοφιλείς αλλά λανθασμένες απόψεις για την περίοδο του ύστερου 6ου αιώνα οπότε η Αθήνα βρισκόταν υπό την εξουσία του τυράννου Πεισίστρατου και των γιων του (Α 20- Ζ 54-59). Διέθετε την αυτοπεποίθηση του ρασιοναλιστή ότι η ορθή μέθοδος για τη μελέτη της ιστορίας, η οποία βασιζόταν στην κριτική χρήση των στοιχείων, θα έδινε τη γνήσια γνώση τού τι είχε συμβεί. Φαντάζομαι πως ήταν επίσης πεπεισμένος ότι η γνώση και η κατανόηση που ο ίδιος απέκτησε μέσω των ερευνών του ως ιστορικός ήταν πολύ ευρύτερες και βαθύτερες από εκείνες των άλλων ανθρώπινων δρώντων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα του Πελοποννησιακού πολέμου. Κι αυτό, διότι σε αντίθεση με τους εν λόγω δρώντες, η οπτική γωνία των οποίων ήταν περιορισμένη, εκείνος, όντας ο ιστορικός του πολέμου, είχε ερευνήσει τις πραγματικές αιτίες και τους λόγους των γεγονότων γνώριζε όχι μόνο το γιατί συνέβησαν, αλλά και το πώς κατέληξαν ήταν σε θέση να συσχετίσει συγκεκριμένα γεγονότα με αλήθειες και γενικεύσεις που τους έδιναν ένα ευρύτερο νόημα· και στη συνέχεια των γεγονότων μπορούσε να διακρίνει συσχετίσεις, πρότυπα και νοήματα που βρίσκονταν πέρα από το οπτικό πεδίο των ιστορικών δρώντων.
[…]
Η ανάγκη είναι μια άλλη δύναμη που λειτουργεί στην ανθρώπινη ζωή και ιστορία. Όπως την αντιλαμβανόταν ο Θουκυδίδης, η ανάγκη φαίνεται να είναι ένας καταναγκασμός που πηγάζει από τη φύση και τα πάθη των ανθρώπων όπως αυτά επενεργούσαν κατά την εκτίμηση των καταστάσεων, ένας καταναγκασμός που τους υποχρεώνει να δρουν με συγκεκριμένο τρόπο και οδηγεί σε αναγκαίο αποτέλεσμα. Δεν είναι μια απρόσωπη δύναμη, αλλά είναι ριζωμένη στην αντίληψη των ίδιων των ανθρώπινων δρώντων για το τι είναι απαραίτητο. Παρά ταύτα φαίνεται να δρα με μια αντικειμενική δύναμη, σαν να μην αφήνει καμιά επιλογή. Η μεγαλύτερη σημασία της έννοιας της ανάγκης στην Ιστορία είναι η πεποίθηση του Θουκυδίδη ότι ήταν η αιτία του ίδιου του πολέμου. Κι αυτό γιατί ο Θουκυδίδης δηλώνει ότι η αληθινή αιτία του πολέμου είναι ο φόβος των Σπαρτιατών για την αυξανόμενη αθηναϊκή ισχύ που «τους ανάγκασε να πολεμήσουν» (Α 23). Εδώ είναι ο φόβος, ένας ψυχολογικός παράγοντας, που λειτουργεί ως μια μορφή ανάγκης με καταναγκαστική επίδραση η οποία οδηγεί σε πόλεμο. Αργότερα ο Θουκυδίδης σχολιάζει ότι οι Σπαρτιάτες «δύσκολα αποφάσιζαν να πολεμήσουν, εκτός εάν ήταν απόλυτη ανάγκη» (Α 118). Αντίστοιχα και ο Περικλής θεωρούσε ότι ο πόλεμος οφειλόταν στην ανάγκη. Προτού ξεκινήσει ο πόλεμος είπε στους Αθηναίους ότι «ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος και ότι, όσο περισσότερο πρόθυμα τον δεχτούμε εμείς, τόσο λιγότερο τολμηροί θα είναι οι εχθροί μας» (Α 144). Ο Θουκυδίδης φαίνεται επίσης να παρουσιάζει και την αθηναϊκή αυτοκρατορία ως προϊόν ανάγκης. Οι ομιλητές που υπεραμύνονται της αυτοκρατορίας στο Πελοποννησιακό συνέδριο το 432 μνημονεύουν έναν νόμο της ανθρώπινης φύσης προκειμένου να εξηγήσουν την επιθυμία των Αθηναίων για ηγεμονία, και ισχυρίζονται ότι τα πανίσχυρα κίνητρα του φόβου, της φιλοδοξίας και του συμφέροντος τους ανάγκασαν να γίνουν αυτοκρατορική δύναμη (Α 76). Αντίστοιχα, στον διάλογό τους με τους Μηλίους, οι Αθηναίοι επικαλούνται την ανάγκη όταν ισχυρίζονται ότι ένας νόμος της ανθρώπινης φύσης αναγκάζει τους ανθρώπους να ασκούν εξουσία οπουδήποτε μπορούν (Ε 105). Στην περίπτωση των επαναστάσεων στην Κέρκυρα και σε άλλες ελληνικές πόλεις οι «κυρίαρχες ανάγκες» του πολέμου ήταν αυτές που, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, προκάλεσαν τον εκφυλισμό του χαρακτήρα και την απεριόριστη έκλυση των ανθρώπινων παθών που οδήγησαν σε τέτοια τερατώδη εγκλήματα (Γ 82, μτφ. του συγγραφέα).
Η μάχη ανάμεσα στην αθηναϊκή ευφυΐα και στις δυνάμεις που συγκεντρώθηκαν εναντίον της, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της Αθήνας, μπορεί να θεωρηθεί ως ίσως το βαθύτερο νόημα της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Ένα πρόσφατο έργο για τον Θουκυδίδη αναφέρει ότι αν και το επιχείρημα του ιστορικού ότι η Αθήνα θα μπορούσε να κερδίσει «ήταν θεμελιωμένο στην ορθολογική εκτίμηση των πόρων της Αθήνας», η εκ μέρους του αφήγηση της εξέλιξης του πολέμου «φέρνει μπροστά στα μάτια μας τους περιορισμούς της ανθρώπινης προνοητικότητας που εμποδίζουν την ενάσκηση της λογικής». Αυτό όντως ισχύει και υποδεικνύει ένα θέμα που κυριαρχεί στο έργο του Θουκυδίδη και στην αντίληψή του για την ανθρώπινη κατάσταση. Είναι δυνατόν να θεωρήσει κανείς την εικόνα που ο Θουκυδίδης παρουσιάζει για την Αθήνα υπό την ηγεσία του Περικλή ως τη συλλογική ενσάρκωση της γνώμης. Ο Επιτάφιος του Περικλή περιέχει την πληρέστερη περιγραφή των υπέρτερων αρετών της ευφυΐας που αντιπροσωπεύει η πόλη. Η δημηγορία του εξυμνεί όχι μόνο την ισχύ και το πολιτικό σύστημα της Αθήνας, αλλά και τη θέση της ως υψηλού πολιτισμού, η οποία είναι εμφανής στην αξία που δίνει στη σκέψη και στη συζήτηση πριν από την πράξη, στον εκλεπτυσμένο τρόπο ζωής των πολιτών της και στην ικανότητα που έχουν να προσαρμόζονται στις πλέον ποικίλες μορφές δράσης με ευστροφία και χάρη. Αυτές, καθώς και άλλες εξαιρετικές αρετές τις οποίες μνημονεύει δίνοντας την εντύπωση μιας κοινωνίας γεμάτης ευφυΐα, του επιτρέπουν να προβεί στον αξέχαστο ισχυρισμό ότι η Αθήνα είναι το σχολείο και ο δάσκαλος της Ελλάδας (Β 41). Το πορτρέτο του είναι αναμφίβολα εξιδανικευμένο, αλλά φανερώνει τον ξεχωριστό και απαράμιλλο χαρακτήρα του αθηναϊκού επιτεύγματος. Όσο ζούσε ο Περικλής, η αθηναϊκή δημοκρατία λειτουργούσε καλά -κι αυτό, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, επειδή εκείνος ήταν ηγέτης της-, και η πόλη ήταν πλήρως εφοδιασμένη με χρήματα, πλοία και άνδρες για την περίπτωση πολέμου. Ο ιστορικός συμφωνούσε με τη συμβουλή που ο Περικλής έδωσε στους Αθηναίους πριν από τον πόλεμο, ότι δηλαδή θα νικούσαν τους εχθρούς τους αν διατηρούσαν τη θαλάσσια κυριαρχία τους, αν απέφευγαν μεγάλες χερσαίες μάχες με τους Σπαρτιάτες και αν δεν προσπαθούσαν να επεκτείνουν την αυτοκρατορία τους ενόσω διαρκούσε ο πόλεμος. Ο Περικλής λέει επίσης προφητικά στους Αθηναίους ότι «περισσότερο φοβούμαι τα δικά μας σφάλματα παρά τα σχέδια του εχθρού» (Α 141-44). Οι διάδοχοί του παρεξέκλιναν από την πολιτική του και, κατά την άποψη του Θουκυδίδη, ήταν υπεύθυνοι για πολλά λάθη. Η υπέρτερη αθηναϊκή ευφυΐα ηττήθηκε από την τύχη και την ανάγκη: από λανθασμένο υπολογισμό και απρόβλεπτα συμβάντα του πολέμου, όπως η έκλειψη της σελήνης που εμπόδισε την αποχώρηση του αθηναϊκού στρατού από τη Σικελία, και από τις εσωτερικές έριδες και την έλλειψη λογικής στην Αθήνα, που προέκυψαν από τα πάθη και τις φιλοδοξίες των αντίπαλων πολιτικών. Υπαινιγμός στην ανάγκη έγινε και από τον Περικλή στην τελευταία δημηγορία πριν από τον θάνατό του, στην οποία δηλώνει προφητικά ότι η μνήμη της δόξας της Αθήνας θα ζήσει «έστω ακόμη κι αν μας συνέβαινε τώρα κάποια μείωση – αφού φυσική εξέλιξη για το καθετί είναι η ακμή και η παρακμή» (Β 64). Αυτά τα λόγια εκφράζουν ένα τραγικό προαίσθημα και μια ενόραση η οποία θεωρεί την ανάγκη ως μια ενυπάρχουσα δύναμη, η οποία καθιστά όλα τα εξέχοντα ανθρώπινα επιτεύγματα στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένου και αυτού της Αθήνας, προσωρινά και καταδικασμένα να παρακμάσουν.
Ο Θουκυδίδης ήθελε το έργο του να είναι χρήσιμο, πιστεύοντας ότι μπορούσε να βοηθήσει τους αναγνώστες του, με δεδομένη την ανθρώπινη κατάσταση, να κατανοήσουν παρόμοια γεγονότα που μπορεί να περιμένει κανείς ότι θα συμβούν στο μέλλον. Θα πρέπει φυσικά να θεωρήσουμε ότι το είδος των γεγονότων που είχε κατά νου ήταν εκείνα στα οποία επικεντρώθηκε η Ιστορία του, δηλαδή γεγονότα συνδεδεμένα με την πολιτική και τον πόλεμο εντός και μεταξύ των κρατών. Σκεπτόμενος σχετικά με τη χρησιμότητα ενός έργου ιστορίας, δεν υπονοούσε ότι το παρελθόν απλώς επαναλαμβάνεται. Καταλάβαινε ότι οι συνθήκες στις οποίες οι άνθρωποι ζουν και ενεργούν είναι τόσο ποικιλόμορφες και τόσο πολύ επηρεαζόμενες από την τύχη, από το παράλογο και το ανυπολόγιστο, ώστε η κίνηση της ιστορίας να μην αποτελεί επανάληψη και να μην υπόκειται σε πρόβλεψη. Παρά ταύτα πίστευε ότι η φιλοδοξία, η επιθυμία για ισχύ, κυριαρχία και τιμή, η πολιτική αντιπαλότητα, η σύγκρουση και ο πόλεμος ήταν πράγματα κοινά στους ανθρώπους και αποτελούσαν μόνιμους παράγοντες της ιστορίας της ανθρωπότητας. Ως εκ τούτου, μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα γεγονότα του μέλλοντος θα έμοιαζαν με αυτά του παρελθόντος, καθώς θα εμφάνιζαν αναγνωρίσιμα, παρόμοια πρότυπα.
Για ορισμένους μελετητές όμως το έργο του Θουκυδίδη καταδεικνύει ότι οι ανορθολογικές δυνάμεις, η αποσταθεροποιητική επίδραση που έχουν τα συναισθήματα στην ανθρώπινη κρίση, οι αυταπάτες των αβάσιμων ελπίδων και το ανθρώπινο λάθος πάντοτε έχουν το πάνω χέρι και είναι τόσο κυρίαρχες και ισχυρές στην ανθρώπινη ιστορία, ώστε επανειλημμένως κατανικούν κάθε ορθολογικό σχεδιασμό και κάθε ορθολογική προσδοκία. Το δίδαγμα για τον αναγνώστη, όπως το ερμηνεύει ο Η.-Ρ. Stahl, είναι ότι «το παρόν και το μέλλον θα είναι εξίσου ακαθοδήγητα και απρόβλεπτα όσο ήταν και το ιστορικό παρελθόν». Αντίστοιχα ο Connor διατείνεται ότι η αφήγηση του Θουκυδίδη προοδευτικά υπονομεύει την πίστη στην πιθανότητα ορθολογικής πρόβλεψης και ελέγχου των γεγονότων, και κατά συνέπεια στη χρησιμότητα της ιστορικής γνώσης. Αυτά τα συμπεράσματα μου φαίνεται ότι είναι υπερβολικά μονόπλευρα και ότι παρουσιάζουν τον Θουκυδίδη ως πολύ πιο απαισιόδοξο απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Αν τα εν λόγω συμπεράσματα ήταν σωστά, δεν θα είχε νόημα η βαθιά πεποίθηση του Θουκυδίδη ότι το κορυφαίο επίπεδο πολιτικής ηγεσίας περιλαμβάνει την ικανότητα να προβλέπει κανείς πιθανά μελλοντικά ενδεχόμενα.
Δεν πιστεύω ότι ο Θουκυδίδης έχασε ποτέ τις ελπίδες του για την πολιτική ευφυΐα και για τα όσα η τελευταία μπορεί να επιτύχει σε διάφορες εποχές, ή ότι αμφέβαλε πως ένας προικισμένος πολιτικός ηγέτης, όπως ο Θεμιστοκλής ή ο Περικλής, μπορεί ενίοτε να καθοδηγήσει και να διευθύνει τα γεγονότα. Όμως όταν αναφερόταν στη χρησιμότητα της ιστορίας δεν θεωρούσε ότι το μέλλον μπορεί να προβλεφθεί. Η γνώση την οποία προσπαθούσε να ενσταλάξει σε εκείνους τους αναγνώστες που ενδιαφέρονταν να ανακαλύψουν τι πραγματικά συνέβη, δεν ήταν η γνώση ενός προφήτη που παριστάνει ότι προλέγει τις μεταλλαγές του μέλλοντος. Αντ’ αυτού συνίστατο στην ενόραση και στη σοφία ενός φιλοσοφικού ιστορικού που έχει στοχαστεί σε βάθος για την πορεία των γεγονότων τα οποία έχει ανασυνθέσει και μελετήσει, και που έχει διακρίνει σε αυτά ένα συγκεκριμένο νόημα βασισμένο στη λειτουργία ορισμένων σταθερών παραγόντων στις ανθρώπινες υποθέσεις. Με το να παράσχει στον αναγνώστη μια κατανόηση αυτών των παραγόντων και του ρόλου που έπαιξαν, το έργο του καθιστά εφικτό να κατανοηθούν ιδιαίτερα είδη καταστάσεων που είναι πιθανόν να επανεμφανιστούν μελλοντικά στην πολιτική, στον πόλεμο και στις διεθνείς σχέσεις. Αυτό που ο Jacob Burckhardt, διακεκριμένος ιστορικός που ασχολήθηκε με τον 19ο αιώνα, ανέφερε σχετικά με τον σκοπό της ιστορίας εν γένει, μπορεί να ειπωθεί για την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη: «Η ιστορική γνώση δεν μας κάνει εξυπνότερους για την επόμενη φορά αλλά σοφότερους για πάντα». Η συγκινητική παρατήρηση του Connor είναι επίσης ταιριαστή: «Η αληθινή χρησιμότητα του έργου [του Θουκυδίδη] προκύπτει από την αυξημένη κατανόηση που αποκτούμε. Από το έργο αυτό δεν μαθαίνουμε πώς να προβλέπουμε το μέλλον ή πώς να ελέγχουμε τα γεγονότα, αλλά μαθαίνουμε την πολυπλοκότητά τους και τη συνακόλουθη τρωτότητα του πολιτισμού και της τάξης».
Πληροφορίες για τον συγγραφέα και το βιβλίο: https://piotita.gr/product/zagorin-perez-thoukydidis-mia-eisagogi-gia-olous/