Οι ανιστόρητες προκλητικές δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, με σημείο αναφοράς τον εορτασμό της «Ημέρας της Νίκης», της επετείου δηλαδή των 101 χρόνων από τη Μικρασιατική καταστροφή:
«οι τουρκικές σημαίες κυμάτιζαν στον ουρανό της Σμύρνης, την οποία είχε καταστρέψει και κάψει ο εχθρός που διέφυγε. Κι έτσι κερδίσαμε τον πόλεμο με μάχες που δώσαμε επι 3,5 χρόνια εναντίον του εχθρού, ο οποίος με τις προδοτικές φιλοδοξίες του αλλά και τις βρώμικες μπότες του λέρωσε την μόνιμη πατρίδα μας, την Ανατολία»,
δεν μπορεί παρά να γεννούν ερωτήματα αναφορικά με το ρόλο και τη θέση της Τουρκίας στις ευρύτερες περιφέρειες των Βαλκανίων, της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου.
Αναλυτικότερα, ο μεγαλοϊδεατισμός του Ερντογάν αποκρυσταλλώνεται στο αφήγημα για τον «Αιώνα της Τουρκίας» σε συνδυασμό με το «Νεοθωμανικό Όραμα» και το ναυτικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», απόρροια της πολιτικής του «Στρατηγικού Βάθους».
«Θα ενισχύσουμε τη δύναμη της χώρας και θα υψώσουμε την Τουρκία στην κορυφή των σύγχρονων πολιτισμών. Θα κάνουμε πραγματικότητα το όραμά μας για τον αιώνα της Τουρκίας».
Οι αξιώσεις ισχύος της Άγκυρας και η πολυεπίπεδη, περιφερειακή προβολή ισχύος, συντάσσονται με τη κοσμοαντίληψη του νεοθωμανικού προτάγματος για να επαναπροσεγγίσει την Οθωμανική και Ισλαμική της κληρονομιά σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, προσδίδοντας την αίσθηση εθνικού μεγαλείου-ανεξαρτησίας στη διαμόρφωση-άσκηση της εξωτερικής της πολιτικής. Ενώ σε γεωπολιτικό-γεωστρατηγικό επίπεδο, οι Τουρκικές αξιώσεις εκ διπλώνονται από «την Κύπρο έως τη Λιβύη, από τα νησιά του Αιγαίου έως τη Συρία, από το Ιράκ έως το Λίβανο, από τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη έως τις μακρινές ακτές της Ερυθράς θάλασσας».
Αναγνωρίζοντας την υψηλή γεωστρατηγική, γεωπολιτική και γεωοικονομική αξία του Αιγαίου Πελάγους και συναφώς τον ρόλο της Ελλάδας ως γεωπολιτικού άξονα, επιχειρεί να αφαιρέσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της Αθήνας, επικαλούμενη παράγοντες και κριτήρια που δεν συνάδουν με τους κανόνες της διεθνούς τάξης και νομιμότητας. Ως απόρροια της εξέλιξης αυτής, η άσκηση των Eλληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στα θαλάσσια καθεστώτα του Αιγαίου –υφαλοκρηπίδα, αιγιαλίτιδα, ΑΟΖ –δημιουργούν ένα μείζον δίλημμα ασφαλείας για την Τουρκία. Παρεπόμενο της επαύξησης της ελληνική εδαφικής επικράτειας (επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ.) με αντίστοιχη μείωση του ποσοστού της ανοικτής θάλασσας και των συμπαρομαρτούντων ελευθεριών της. Άλλωστε η ιστορία καταδεικνύει ότι η έναρξη των τουρκικών διαμφισβητήσεων στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα εκκινά ευθύς με την ανεύρεση κοιτασμάτων υδρογονανθράκων παρακείμενα της Θάσου το φθινόπωρο του 1973 και συγκεκριμένα την 1 Νοέμβριου του 1973, όταν κατά εντολή της Τουρκικής κυβέρνησης, η Τουρκική Κρατική Εταιρεία Πετρελαίων (Tyrkiye Petrolleri AnonimOrtakligi- TPAO) ανέλαβε τη διεξαγωγή ερευνών για εντοπισμό υδρογονανθράκων, εκτός των χωρικών υδάτων της Τουρκίας και δυτικά των νησιών Σαμοθράκης, Λήμνου, Αγίου Ευστρατίου, Μυτιλήνης, Ψαρών, Χίου.
Υπό αυτό το πρίσμα, η Τουρκία κατοπτρίζεται ως ένα κράτος που δεν είναι ικανοποιημένο με το υπάρχον εδαφικό καθεστώς στο Αιγαίο και στην Κύπρο, επιδιώκοντας ν’ ανακινήσει τη διαδικασία αλλαγής του, πρωταρχικά με τη χρήση συντελεστών ήπιας ισχύος και εν συνεχεία με την εφαρμογή στρατηγικής εξαναγκαστικής διπλωματίας, προ δηλώνοντας την αποφασιστικότητά της ν’ απαντήσει σε «κάθε γεγονός που απειλή τους στρατηγικούς της υπολογισμούς».
*Επίκουρος Καθηγητής, Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας, Διεθνών Σχέσεων & Διπλωματίας. Τμήμα Διεθνών & Ευρωπαϊκών Σπουδών, Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Πηγή: Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ