Εγγραφείτε στο Newsletter και κερδίστε 10% έκπτωση για την πρώτη σας παραγγελία!

Υπηρεσίες πληροφόρησης. Το ηθικό δίλημμα

Απόσπασμα από τον Πρόλογο του Ανδρέα Λιαρόπουλου στο βιβλίο Intelligence. Το ηθικό δίλημμα, Αθηνόδωρος Δ. Μεταλλίδης, εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα, 2024

Σε ένα ρευστό και διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον ασφάλειας οι υπηρεσίες πληροφοριών καλούνται να προσαρμοστούν και να αντιμετωπίσουν ένα νέο φάσμα απειλών. Πέρα από τις παραδοσιακές προκλήσεις ασφάλειας που προέρχονται από κρατικούς και μη κρατικούς δρώντες, οι σύγχρονες κοινωνίες και κατ’ επέκταση η κοινότητα πληροφοριών είναι πλέον αντιμέτωπες με μια πληθώρα νέων απειλών που προκύπτουν από την κακόβουλη χρήση της τεχνολογίας. Αναδυόμενες τεχνολογικές καινοτομίες σε τομείς όπως η πληροφοριακή τεχνολογία, η τεχνητή νοημοσύνη, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων, τα κρυπτονομίσματα και η τρισδιάστατη εκτύπωση αναδεικνύουν, μεταξύ άλλων, τις συστημικές τρωτότητες των σύγχρονων κοινωνιών.

Οι αλλαγές αυτές λαμβάνουν χώρα σε μια περίοδο η οποία θέτει σε αμφισβήτηση θεμελιωμένες δυαδικές αντιλήψεις που αφορούν τη διάκριση ειρήνης και πολέμου, τη διαφοροποίηση μεταξύ στρατιωτικών και μη στρατιωτικών μέσων και τη χρήση συμβατικών και ανορθόδοξων πρακτικών. Λόγω του αυξανόμενου κινδύνου από τις ασύμμετρες απειλές, βρισκόμαστε πλέον σε μια νέα εποχή αστάθειας, σε μια περίοδο συγκρουσιακής ειρήνης, στην οποία οι απειλές εντείνονται και η πίεση στις υπηρεσίες πληροφοριών αυξάνεται. Η πρόκληση έγκειται στο να γνωρίζουμε πότε πρέπει να εφαρμόζουμε εξαιρέσεις εν καιρώ πολέμου σε κοινωνίες που ζουν σύμφωνα με τους κανόνες της εποχής της ειρήνης. Στην εποχή της μετααλήθειας ο πολίτης βρίσκεται χαμένος σε ένα περιβάλλον (παρα)πληροφόρησης, εγκλωβισμένος ανάμεσα σε αντιτιθέμενα στρατηγικά αφηγήματα, απλουστευτικές ερμηνείες της πραγματικότητας και θεωρίες συνομωσίας. Σε αυτό το περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια και αβεβαιότητα, οι υπηρεσίες πληροφοριών οφείλουν όχι μόνο να είναι αποτελεσματικές αλλά και να λειτουργούν εντός ενός ηθικού πλαισίου.

Τις τελευταίες δύο δεκαετίες οι αναφορές για ανήθικες πρακτικές των υπηρεσιών πληροφοριών είναι συχνές. Στο πλαίσιο του λεγόμενου παγκόσμιου πολέμου κατά της τρομοκρατίας υπήρξαν αναφορές για βάναυση, απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση κρατουμένων και για παράνομες τεχνικές ανάκρισης υπόπτων. Την προηγούμενη δεκαετία οι αποκαλύψεις του Edward Snowden αναφορικά με τα προγράμματα μαζικής επιτήρησης, που διενεργήθηκαν από την Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής, ανέδειξαν μεταξύ άλλων την ανάγκη για περισσότερη διαφάνεια σχετικά με τη δράση των υπηρεσιών πληροφοριών αλλά και τη θεσμοθέτηση ενός πιο αποτελεσματικού μηχανισμού ελέγχου τους. Ενδεικτικά, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί τα αιτήματα από πολίτες και οργανισμούς που απαιτούν την πλήρη διερεύνηση υποθέσεων στοχευμένης κρατικής παρακολούθησης με τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού.

Το γεγονός ότι ορισμένες από τις δράσεις των υπηρεσιών πληροφοριών παραβιάζουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου δεν είναι μια πρόσφατη αποκάλυψη. Αντίστοιχες δράσεις και αποκαλύψεις υπήρχαν από τα χρόνια του Ψυχρού πολέμου, αλλά το αίτημα για την οριοθέτηση ενός πιο ηθικού πλαισίου δράσης των υπηρεσιών πληροφοριών είναι πιο επιτακτικό στις μέρες μας για δύο κυρίως λόγους.

Πρώτον, λόγω της διεύρυνσης των ζητημάτων ασφάλειας και συνεπώς του πεδίου δράσης των υπηρεσιών πληροφοριών. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι αντικείμενο των υπηρεσιών πληροφοριών αποτελεί πλέον κάθε έκφανση της ασφάλειας και της ιδιωτικότητας των πολιτών.

Δεύτερον, λόγω της αξίωσης για περισσότερη διαφάνεια από τις κοινωνίες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι οι υπηρεσίες πληροφοριών επωφελούνται και προστατεύονται από την πολιτικοποίηση μέσω της τυποποίησης των διαδικασιών και της διαφάνειας όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. Είναι επομένως προς το συμφέρον τους να υποβληθούν σε τέτοιες διαδικασίες.

Ο δημόσιος διάλογος για τον ρόλο της ηθικής και του προσδιορισμού της αποδεκτής δράσης των υπηρεσιών πληροφοριών είναι κρίσιμος, γιατί είναι επί της ουσίας μια συζήτηση για το είδος της κοινωνίας και της δημοκρατίας που επιθυμούμε και για το πώς θα ισορροπήσουμε στο δίλημμα μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας. Ο διάλογος αυτός έχει οριοθετηθεί από δύο αντικρουόμενες προσεγγίσεις.

Η πρώτη πρεσβεύει ότι η σχέση ηθικής και πληροφόρησης είναι οξύμωρο σχήμα, αφού η τελευταία αναπόφευκτα ενέχει δράσεις όπως η κλοπή, η χειραγώγηση, η παραπλάνηση, η δωροδοκία, ο εκβιασμός, η διασπορά ψευδών ειδήσεων, η άσκηση σωματικής και ψυχικής βίας και η δολοφονία χαρακτήρων αλλά και προσώπων. Οι θιασώτες αυτής της προσέγγισης υποστηρίζουν ότι είναι ανούσιο έως και επικίνδυνο να εφαρμόζονται ηθικά κριτήρια σχετικά με τις δράσεις των υπηρεσιών πληροφοριών και καταλήγουν στο ότι δεν μπορεί να υπάρχει ηθικός κατάσκοπος. Ορισμένες φωνές επιχειρηματολογούν ότι προτεραιότητα των υπηρεσιών πληροφοριών είναι η εθνική ασφάλεια και για αυτό είναι ορισμένες φορές απαραίτητες και ανήθικες μέθοδοι για την προστασία της. Η προσέγγιση αυτή εστιάζει στο αποτέλεσμα των δράσεων το οποίο, αν είναι θετικό, μπορεί να δικαιώσει την επιλογή χρήσης ενός ανήθικου μέσου. Οι οπαδοί αυτής της λογικής ισχυρίζονται, επίσης, ότι η υιοθέτηση ηθικών κριτηρίων υπονομεύει την ελευθερία δράσης και συνεπώς την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών αυτών.

Η άποψη ότι η ηθική δεν έχει καμία θέση στο έργο των υπηρεσιών πληροφοριών δεν είναι πειστική, διότι υποδηλώνει ότι ο μοναδικός τρόπος για την προστασία ενός κράτους είναι η υπονόμευση των αξιών που το συγκροτούν. Η προσέγγιση αυτή είναι προβληματική για τουλάχιστον τρεις λόγους.

Πρώτον, γιατί υποβαθμίζει τον ρόλο της ηθικής και ισχυρίζεται ότι ο προβληματισμός σχετικά με το αν μια δράση είναι αποδεκτή με βάση τους κανόνες και τις αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας δεν υπάρχει ή δεν πρέπει να υπάρχει στους κόλπους μιας υπηρεσίας πληροφοριών και της πολιτικής ηγεσίας. Η άποψη αυτή προσκρούει στη θέση ότι κάθε δράση, ατομική ή/και συλλογική, λαμβάνει χώρα εντός ενός ηθικού πλαισίου.

Δεύτερον, η απουσία ενός ηθικού πλαισίου λειτουργίας για τις υπηρεσίες πληροφοριών θα έστελνε ένα λάθος μήνυμα στην κοινωνία και θα προσέλκυε τα λάθος άτομα στους κόλπους αυτών των υπηρεσιών.

Τρίτον, η θέση αυτή διαψεύδεται από την ίδια την πρακτική των υπηρεσιών πληροφοριών και των ελεγκτικών μηχανισμών τους. Εδώ και δεκαετίες ορισμένες υπηρεσίες πληροφοριών έχουν συντάξει κώδικες επαγγελματικής δεοντολογίας, ενώ αρμόδιες επιτροπές έχουν δημιουργηθεί για τον έλεγχο των δράσεών τους και την απόδοση ευθύνης.

Η δεύτερη και πιο δημοφιλής προσέγγιση είναι αυτή που εκκινεί από τη θέση ότι όλες οι δράσεις, συνεπώς και αυτές που σχετίζονται με τη λειτουργία των υπηρεσιών πληροφοριών, αντανακλούν τον ηθικό κώδικα της εκάστοτε κοινωνίας. Η ηθική ως ένα σύστημα κανόνων συμπεριφοράς έχει θέση ακόμα και στον σκοτεινό κόσμο των υπηρεσιών πληροφοριών. Αν και αποδέχονται ότι οι δράσεις που σχετίζονται με την πληροφόρηση ενέχουν το στοιχείο της ανηθικότητας, υποστηρίζουν ότι είναι περισσότερο η ανήθικη πρακτική που υπονομεύει τη νομιμότητα και την ασφάλεια των δημοκρατικών κρατών παρά η αποδοχή ενός ηθικού πλαισίου δράσης. Οι θιασώτες αυτής της προσέγγισης υποστηρίζουν ότι τα στελέχη αυτών των υπηρεσιών οφείλουν ως αξιωματούχοι ενός δημοκρατικού κράτους να τηρούν νόμους και κανόνες αλλά και ηθικές αξίες, ακόμη και όταν συμετέχουν ή διενεργούν παράνομες και ανήθικες πράξεις.

Σε αντίθεση με την πρώτη προσέγγιση που απορρίπτει τη συσχέτιση ηθικής και πληροφόρησης, οι εκφραστές της δεύτερης προσέγγισης δεν πραγματεύονται το αν, αλλά το πώς οι δύο αυτές έννοιες αλληλεπιδρούν. Τα στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών και οι λήπτες αποφάσεων καλούνται να ισορροπήσουν ανάμεσα στην εθνική ασφάλεια και στην παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ανάμεσα στην αποτελεσματικότητα μιας μυστικής δράσης και στη χρήση βίας, ανάμεσα στην επιτυχία και την πρόκληση βλάβης σε αθώους δρώντες και εν τέλει ανάμεσα στην ηθική και την ανηθικότητα. Το πως μπορούν να απαντηθούν αυτά τα διλήμματα και να επιτευχθεί στην πράξη μια ισορροπία ανάμεσα στην προστασία της εθνικής ασφάλειας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών είναι το ζήτημα που πραγματεύεται έντεχνα το ανά χείρας βιβλίο.

Κεντρικό ζήτημα στη συζήτηση για την αλληλεπίδραση ηθικής και πληροφόρησης είναι το δίλημμα μεταξύ των δημόσιων αγαθών, όπως είναι η εθνική ασφάλεια, και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αυτό το δίλημμα είναι πάντα παρόν, γιατί οι δημόσιες και οι ανθρώπινες ανάγκες είναι αλληλένδετες. Για παράδειγμα, το απόρρητο είναι ατομικό αγαθό αλλά, όταν οι πληροφορίες για ένα άτομο αποτελούν μέρος ενός φακέλου πληροφοριών, το απόρρητο αυτού του ατόμου γίνεται μέρος της εθνικής ασφάλειας που είναι δημόσιο αγαθό. Η προσέγγιση των πρακτικών μαζικής παρακολούθησης ή ανάκρισης με βάση ηθικά κριτήρια είναι ένα περίπλοκο εγχείρημα που σχετίζεται με το αν οι πρακτικές αυτές θεωρούνται ανήθικες εξαρχής ή δικαιολογούνται στη λογική ότι η εθνική ασφάλεια ‒η ασφάλεια της πλειοψηφίας‒ υπερτερεί της ατομικής. Συνεπώς, τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι τα ακόλουθα. Ποιες είναι οι δράσεις των υπηρεσιών πληροφοριών που συνεπάγονται δυνητικά παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Μπορούν οι δράσεις αυτές να πραγματοποιηθούν εναλλακτικά χωρίς να προκαλούν βλάβη; Αν όχι, τότε ποια είναι η αναλογικότητα της χρήσης τους;

Η μυστικότητα και η έλλειψη διαφάνειας είναι εγγενή χαρακτηριστικά του τρόπου λειτουργίας των υπηρεσιών πληροφοριών. Η ηγεσία και η κοινωνία πρέπει να συμβιβαστούν ότι αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Η πρόκληση όμως είναι η οριοθέτηση ενός ηθικού πλαισίου δράσης, ενός συστήματος αξιολόγησης δυνητικών βλαβών και εναλλακτικών επιλογών αναφορικά με τις δράσεις των υπηρεσιών πληροφοριών. Η παρούσα ανάλυση απαντά με επιτυχία σε αυτή την πρόκληση. Ο κύριος Μεταλλίδης καλύπτει ένα σημαντικό κενό στη βιβλιογραφία που αφορά τη λεγόμενη δίκαιη πληροφόρηση (just intelligence). Aντλώντας έμπνευση από τη θεωρία του δίκαιου πολέμου (just war theory), o συγγραφέας σκιαγραφεί ένα θεωρητικό μοντέλο κριτηρίων δίκαιης πληροφόρησης το οποίο ουσιαστικά οριοθετεί τον έλεγχο και την αξιολόγηση των δυνητικών βλαβών, ώστε να δικαιολογείται ηθικά η βλάβη που οι εν λόγω δράσεις προκαλούν στα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Ο συγγραφέας δεν περιορίζεται σε μια θεωρητική συζήτηση περί ηθικών κριτηρίων, αλλά προβαίνει στον εμπειρικό έλεγχο αυτού του θεωρητικού μοντέλου σε δεκαπέντε περιπτωσιολογικές μελέτες που καλύπτουν όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων των υπηρεσιών πληροφοριών (συλλογή, ανάλυση, διανομή, μυστική δράση), αλλά και μια χρονική περίοδο που εκκινεί από τις αρχές του Ψυχρού πολέμου και φτάνει έως τις μέρες μας. Η έκδοση ενός τόσο σημαντικού έργου δεν συνιστά μόνο συνεισφορά για την ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα, αλλά προσφέρει στους διαμορφωτές αποφάσεων, στα στελέχη των υπηρεσιών πληροφοριών και στους πολίτες που ενδιαφέρονται για την εθνική ασφάλεια και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε μια δημοκρατία ένα πολύτιμο κείμενο μελέτης και προβληματισμού.

Διαβάστε περισσότερα για το βιβλίο: https://piotita.gr/product/athinodoros-d-metallidis-intelligence-to-ithiko-dilimma/ 

Κύλιση στην κορυφή